Γράφει σήμερα ο καλός φίλος και Διευθυντής Σύνταξης της «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ», Χρήστος Τσαντήλας για τον συνεχιζόμενο παραλογισμό των διοδίων …:
«ΑΝ, λέω αν, βρεθεί έστω και ένας, έχων φυσικά σώας τας φρένας άνθρωπος, που να μου πει ότι δεν ζορίστηκε από θυμό, και ότι …δεν βγήκε από τα ρούχα του, όταν διάβασε την Κυριακή στην “Ελευθερία” ότι σχεδιάζουν να βάλουν διόδια και στον παράδρομο των Τεμπών, καταργώντας το τζάμπα της (νόμιμης) επιλογής για ελεύθερη διέλευση, να έρθει να τον …παρασημοφορήσω!
Η ΕΙΔΗΣΗ παρ’ όλα αυτά που πέρασε στο… ντούκου, δεν είναι ότι μια ιδιωτική εταιρία κάνει ό,τι θέλει (νόμιμα ή και παράνομα, δεν ενδιαφέρει), αλλά ότι ζούμε σε μια κοινωνία ανθρώπων που άγεται και φέρεται χωρίς την παραμικρή προστασία από το κράτος και τα όργανά του, αλλά το χειρότερο, κυρίως χωρίς να διαθέτει ίχνος διάθεσης να αντιδράσει…
ΣΤΗΝ αρχή είπαμε, πάει καλά, τρώγεται… Τουλάχιστον θα μας φτιάξουν τον δρόμο αφού το κράτος αποδείχθηκε ανίκανο να κατασκευάσει το έργο – οι πολιτικοί βλέπετε έτρωγαν τα λεφτά στις μίζες!
Οι περισσότεροι από εμάς το πήραμε πολύ στραβά από τότε και από αντίδραση παρότι κινδυνεύαμε να γίνουμε μακαρίτες, χρησιμοποιούσαμε πάντα τους παράδρομους, αποφεύγοντας να πληρώσουμε τα τσουχτερά διόδια. Είχαμε από τότε τη δέσμευση (και της σύμβασης) αλλα και του συντοπίτη υπουργού, που όριζε ότι υποχρεωτικά οι οδηγοί θα μπορούσαν να έχουν την επιλογή (άνευ διοδίων) του παράδρομου.
ΤΑ χρόνια περνούσαν, οι προθεσμίες της σύμβασης διαρκώς άλλαζαν, η εταιρία παρότι διέκοπτε τα έργα, δεν σταματούσε όμως να εισπράττει στα διόδια, η συμφωνία έγινε… λαστέξ, τα βράχια στα Τέμπη έπεφταν πού και πού στα κεφάλια μας, η Ελλάδα ολόκληρη, περνούσε από παράδρομους, χάθηκαν αλλά και κινδύνευσαν να χαθούν ζωές, εμείς εκεί, να κινούμαστε από ασυντήρητους κατσικόδρομους, γιωταχήδες και νταλικέρηδες μαζί σε ένα πηγαινέλα θανάτου, πρόβατα επί σφαγή, δίχως αντίδραση, υποταγμένοι πλήρως στην υπογραφή μιας πολύ αντιλαϊκής (και ως εκ τούτου κακής) σύμβασης σχεδόν από το σύνολο των κοινοβουλευτικών μας εκπροσώπων!
ΑΥΤΗ τη φορά θα αδικούσα τη θέση μου, αν επιχειρούσα να εκφράσω τον γενικό θυμό. Την ουσία θέλω να δω, πώς δηλαδή γίνεται εκτός από μένα, τον απλό πολίτη ας πούμε και τα εκατομμύρια των ομοιοπαθών συνελλήνων, να δέχονται αυτήν την κατάσταση και όλοι αυτοί που ως δημόσιοι λειτουργοί πληρώνονται για να μας προστατέψουν. Πολιτικοί, υπουργοί, βουλευτές, δήμαρχοι, νομάρχες παλαιότερα και περιφερειάρχες. Αλλά κυρίως εισαγγελείς και δικηγόροι.

ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ μόνο αυτό που μου είπε χθες ένας πολύ θυμωμένος πολίτης. Ότι, ένας νέος που εργάζεται σε ένα πρόγραμμα για την καταπολέμηση της ανεργίας και παίρνει 17,5 ευρώ μεροκάματο, χρειάζεται για να πάει και να γυρίσει με ασφάλεια μέχρι τον Βόλο, τα μισά λεφτά σε διόδια! Υπάρχει κανείς να βάλει χέρι σ’ αυτόν τον παραλογισμό; Ποιος είπατε; Το κράτος; Ποιο κράτος;»