Με αφορμή τον ερχομό της εποχής που όλοι μας λίγο ή πολύ ασχολούμαστε με τους λαχανόκηπους και τα κηπευτικά μας αναδημοσιεύω ένα άρθρο της – συμμαθήτριάς μου, συγχωριανής και γειτόνισσάς μου στα μαθητικά μας χρόνια – Δρ. Λίτσας Λιόπα με τίτλο «Σπέρνουμε με σπόρους εισαγωγής», το οποίο δημοσιεύτηκε στο Pelop.gr και την εφημερίδα «ΠΕΛΟΠΟΝΗΣΟΣ».
«Τα κηπευτικά καλλιεργούνται παγκοσμίως, σε μεγάλα και μικρά αγροκτήματα, σε θερµοκήπια, σε καλά και οριακά εδάφη, από μεγάλους εμπορικούς καλλιεργητές και από μικρούς προς επιβίωση αγρότες, για να παράγουν προϊόντα (υπόγεια φυτικά μέρη, φυλλώδη, καρποφόρα λαχανικά) χρησιμοποιούμενα στη διατροφή του ανθρώπου.
H παγκόσμια παραγωγή των λαχανικών είναι σήμερα μια δυναμική βιομηχανία, που συνεισφέρει ουσιαστικά στην οικονομία και στην ευημερία των ανθρώπων. Η συνολική παγκόσμια παραγωγή των κηπευτικών προϊόντων το 2013 ήταν περίπου 1.135,70 εκατομμύρια τόνους.
Η Ασία (77,2%) είναι η ήπειρος με τη μεγαλύτερη παραγωγή λαχανικών στον κόσμο και ακολουθούν η Ευρώπη (8,5%), Αμερική (7,3%), Αφρική (6,8%) και Ωκεανία (0,3%).
Στην Ελλάδα, το 2013 καλλιεργήθηκαν 977,4 χιλ. στρ. κηπευτικά, και καταγράφηκε η χαμηλότερη παραγόμενη ποσότητα λαχανικών (2.513.100 τόνοι) σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη από 2009 έως 2012. Ο συνολικός όγκος παραγωγής των κηπευτικών παρουσιάζει διαχρονική μείωση.
Ο σπόρος είναι το βασικό συστατικό μεταξύ όλων των εισροών για την αειφορική παραγωγή λαχανικών. Εχει υπολογιστεί ότι η ποιότητα του σπόρου αποτελεί 20-25% της παραγωγικότητας. Η ποιότητα και τα χαρακτηριστικά του σπόρου καθορίζουν αποφασιστικά την εξέλιξη και την τελική παραγωγή των κηπευτικών καλλιεργειών, ενώ η χρήση ακατάλληλου σπόρου έχει πολλαπλασιαστικές αρνητικές επιπτώσεις για το συνολικό οικονομικό αποτέλεσμα των καλλιεργειών. Ο πιστοποιημένος σπόρος είναι σπόρος συγκεκριμένης ποικιλίας με ποικιλιακή καθαρότητα, βλαστική ικανότητα, απαλλαγμένος από ασθένειες σύμφωνα με ευρωπαϊκούς κανονισμούς.

Οι ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς σε σπόρους κηπευτικών υπολογίστηκαν το 2008 στα 3,1 δισεκατομμύρια ευρώ και το 2010 στα 3,7 δισεκατομμύρια ευρών. Οι 10 κορυφαίες χώρες του κόσμου εξαγωγής σπόρων προς σπορά κηπευτικών το 2011 ήταν οι : Ολλανδία, ΗΠΑ, Γαλλία, Χιλή, Ιταλία, Ισραήλ, Ιαπωνία, Κίνα, Ταϊλάνδη, Γερμανία. Οι 3 πρώτες κορυφαίες χώρες εξαγωγής σπόρου προς σπορά κηπευτικών είναι η Ολλανδία, η ΗΠΑ και η Γαλλία. Το 50% της εξαγωγής σπόρων προς σπορά κηπευτικών πραγματοποιείται από την Ολλανδία (34,63%) και τις ΗΠΑ (15,32%).
ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΣΠΟΡΩΝ
Σήμερα, το 82% των πνευματικών δικαιωμάτων των σπόρων του πλανήτη ανήκει σε έξι μεγάλες, πολυεθνικές εταιρείες και που με διάφορους τρόπους ελέγχουν τις καλλιέργειες των αγροτών και ελέγχουν το 75% της παγκόσμιας παραγωγής σπόρων προς σπορά κηπευτικών.
Το παγκόσμιο εμπόριο σπόρου ελέγχεται από τις μεγάλες, πολυεθνικές εταιρείες, όπου η τεράστια οικονομική δύναμη τους περιθωριοποιεί το ρόλο του δημοσίου τομέα για τη γενετική βελτίωση και των πολύ μικρής κλίμακας τοπικών επιχειρήσεων σπόρου. Πριν τριάντα έτη υπήρξαν χιλιάδες επιχειρήσεις σπόρου στον κόσμο, οι περισσότερες των οποίων ήταν κυρίως μικρές οικογενειακές. Σήμερα, έξι κορυφαίες επιχειρήσεις σπόρου ελέγχουν σφαιρικά σχεδόν το 50% του εμπορίου του εμπορικού σπόρου σποράς και οδηγούν σε ένα μονόδρομο εξάρτησης τους καλλιεργητές, τους καταναλωτές (με αναδιάταξη του διατροφικού συστήματος και κατανάλωση όσων οι εταιρείες προωθούν) και τα κράτη (με περιθωριοποίηση του ρόλου του δημόσιου φορέα γενετικής βελτίωσης των φυτών).
ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ
Οι ανάγκες των κηπευτικών καλλιεργειών στην Ελλάδα σε σπόρο καλύπτονται σε πολύ υψηλό ποσοστό (98%) με εισαγωγή ξένων ποικιλιών και υβριδίων και ελάχιστα με ελληνικές ποικιλίες. Η εγχώρια παραγωγή σπόρων κηπευτικών περιορίζεται σε μερικές παραδοσιακές ποικιλίες και στην παρακράτηση σπόρων από γενιά σε γενιά.
Οι ντόπιες ποικιλίες σπόρων κηπευτικών θεωρούνται ότι δεν έχουν αξία για εμπορική φυτική παραγωγή, επειδή τα κριτήρια διακριτότητας, ομοιομορφίας και σταθερότητας, που απαιτούνται για την αποδοχή τους στον εθνικό κατάλογο ποικιλιών κηπευτικών, προϋποθέτουν αυτές να έχουν σταθερή συμπεριφορά στο χρόνο, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τη φύση τους να εξελίσσονται δυναμικά σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον.
Οι εισαγωγές σπόρων στην ελληνική αγορά αυξάνουν συνεχώς, παρά το γεγονός ότι οι υπάρχουσες διαθέσιμες, κυριότητας ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, ποικιλίες ελληνικές παραδοσιακές ποικιλίες κηπευτικών παρουσιάζουν έντονο ενδιαφέρον, τόσο για το άρωμα όσο και για τη γεύση τους. Οι παραγωγοί κηπευτικών καταφεύγουν στην εύκολη χρήση των εισαγόμενων σπόρων προς σπορά, με τα κριτήρια διακριτότητας, ομοιομορφίας και σταθερότητας, που μειώνουν τη βιοποικιλότητα και υποβαθμίζουν το αγροτικό οικοσύστημα.
Σήμερα ο παραγωγός καλείται με τη χρήση πιστοποιημένου σπόρου μέσα από το σύστημα ολοκληρωμένης διαχείρισης των κηπευτικών βάσει των εθνικών προτύπων AGRO 2.1 και AGRO 2.2 και 2.3 να βελτιώσει το γεωργικό εισόδημά του προσαρμόζοντας την παραγωγή του στις σύγχρονες ανάγκες των καταναλωτών. Ο πιστοποιημένος σπόρος θα πρέπει να προέρχεται από αναγνωρισμένη πηγή και να τηρείται αρχείο ανά αγροτεμάχιο με τον αριθμό της παρτίδας, το όνομα της ποικιλίας, παραστατικά αγοράς και ποιότητας. Οι σπόροι να ανήκουν σε ποικιλίες με καλή προσαρμοστικότητα στις εδαφοκλιματικές συνθήκες.
Οι παραγωγοί υποχρεούνται να χρησιμοποιούν σπόρους, που προέρχονται από επιχειρήσεις με τη σχετική νομοθεσία αδειών και να τηρούνται τα απαραίτητα στοιχεία στο αρχείο της γεωργικής εκμετάλλευσης (αριθμός παρτίδας, όνομα του παραγωγού εταιρείας, όνομα της ποικιλίας κατά αγροτεμάχιο, παραστατικά αγοράς και σχετικά πιστοποιητικά ποιότητας).
Σημειώνεται ότι η αιτία συγγραφής αυτού του κειμένου ήταν, αφενός να δοθεί αφύπνιση στα θέματα που έχουν σχέση με τον σπόρο προς σπορά των κηπευτικών και αφετέρου η διαπίστωση:
> Για ελλιπή ενημέρωση των αγροτών σε θέματα όπως : οι πιστοποιημένοι σπόροι, η διασφάλιση της ποικιλομορφίας των σπόρων,
> για ελλιπή ενημέρωση και αποστασιοποίηση των καταναλωτών για τα ομοιόμορφα λαχανικά που καταναλώνει παρ’ όλο που δεν υπήρχε ζήτηση εκ μέρους των,
> για ελλιπή μέριμνα της Πολιτείας για τη διαφύλαξη των γενετικών πόρων σημαντικών διατροφικών προϊόντων και

> η περιθωριοποίηση του ρόλου του δημόσιου φορέα για τη γενετική βελτίωση».