Το θέμα με το καθημερινό  φαγητό του σπιτιού δεν είναι το να το μαγειρέψεις αλλά το τι θα κάνεις κάθε μέρα.  Ευτυχώς εγώ ήξερα.  Με την απειλή του μαχαιριού μου φετίχ με την καφέ ξύλινη λαβή, εξανάγκασα σε πρωινό  στριπτίζ ένα  ολοστρόγγυλο κρεμμύδι κι όταν αποκαλύφθηκε η μπλάβα σάρκα του   την έκοψα σε κύβους  και το πέταξα σβέλτα στον πάτο της κατσαρόλας για  να το υποδεχτεί τσιτσιρίζοντας το λάδι. Πήρα το σακούλι με τον αρακά κι αντικρίζοντας τις μπίλιες ένοιωσα σαν γυναίκα εκδικητής που βγήκε παγανια  στους δρόμους του παρελθόντος και με
ένα ψαλίδι κρυμμένο στην τσέπη έκοβε τα σχοινιά των κομπολογιών  απ΄όλους τους μάγκες και τα κουτσαβάκια που συναντούσε κι έπαιρνε τις χάντρες για λάφυρα. Μικρό αντίτιμο για την ελευθερία που χαίρονταν αυτοί και στερούνταν η ίδια… Με περίσσια ικανοποίηση έριξα την  πλούσια συγκομιδή από τις πράσινες χάντρες  να συντροφέψει  το ήδη λιποθυμισμένο κρεμμύδι . Για να γίνει πιο γουστόζικο το σκηνικό της φιλμ νουάρ κατσαρόλας μου έβαλα κομμάτια από γδαρμένα πορτοκαλί καρότα  και ένα στοιχείο από πράσινες τρίχες άνηθου. Στη συνέχεια με ψυχραιμία σίριαλ κίλερ  κι επιδεξιότητα χειρουργού  κατακρεούργησα δυο ντομάτες κι έχυσα το κατακόκκινο  αίμα  τους  πάνω στα προηγούμενα θύματα μου. Μια δόση αλάτι  και τέλος. Τότε ήταν που πήρε τηλέφωνο η Έλενα… Ανάμεσα στο καλημέρα της αρχής και στο γεια του τέλους μεσολάβησαν κόμματα , τελείες , θαυμαστικά κι αποσιωπητικά και μετά εγώ με ανεμελιά  πήγα κι έριξα ξανά αλάτι στο φαί. Στην πραγματικότητα εκείνη τη στιγμή είχε συντελεστεί το πραγματικό έγκλημα.

Το μεσημέρι έστρωσα ανυποψίαστη κανονικά το τραπέζι και φώναξα το άλλο μου μισό για να φάμε. Το  συγκεκριμένο πιάτο δεν ήταν ούτε θα γίνει ποτέ το αγαπημένο του αλλά που και που το τρώμε… Έβαλα την πρώτη μπουκιά στο στόμα και πριν καλά   την φέρω  ολόκληρη στροφή ο ουρανίσκος μου μούδιασε… το σάλιο μου άλλαξε σύσταση και η καταπιόνα  αρνιόταν να υπακούσει και να κάνει τη δουλειά της.  Τεστάρισα την ελαστικότητα των χειλιών μου με ένα αμήχανο χαμόγελο μέχρι τους φρονιμίτες και για να τον προκαταλάβω  δήλωσα  σχεδόν άνετα  πως έχω κάνει το φαγητό κάπως πικάντικο. Όμως ήταν ήδη  αργά… Τα γουρλωμένα του μάτια δήλωναν ότι είχε προσωπική άποψη.. ‘Έκανα τάχα ότι τρώω  και γέμισα τα ποτήρια με νερό με την ελπίδα ότι τουλάχιστον εκείνος μπουκιά και νερό  μπορεί να τέλειωνε το πιάτο. να μην πάει χαμένο το φαί…  Απογοήτευση… στάθηκε κατώτερος των προσδοκιών μου… Σηκώθηκε κι άνοιξε το ψυγείο, έβγαλε  λίγες φέτες βραστή γαλόπουλα, λίγο κασέρι κι έκοψε δυο τρία τριγωνάκια  κεφαλογραβιέρα . Τα έβαλε όπως όπως  σε ένα πιάτο, άδειασε τα ποτήρια από το νερό και στα ίδια έβαλε μέχρι τη μέση κόκκινο  κρασί. Το χέρι του ζεστό  το ένοιωσα στον αυχένα μου όταν έσκυψε  και μου΄πε πως σήμερα θα μου έκανε εκείνος το τραπέζι γιατί οι συνδαιτυμόνες είναι πιο σημαντικοί απ’ το μενού…     
Φάγαμε, γελάσαμε  και τον άφησα να  φύγει για τη μεσημεριάτικη σιέστα  του λέγοντας πως το πλύσιμο των πιάτων για σήμερα θα ήταν δικό μου… Μετά από ένα χρόνο αποχής από το κάπνισμα κάτι τέτοιες ώρες ομολογώ ότι νοσταλγώ ένα στριφτό…  Συνειδητά δεν θα  το ξανακάνω,  αλλά τελείως ασυνείδητα άνοιξα το ψυγείο και έβγαλα  έξω το μοναδικό γλυκό που υπήρχε… το χαλβά!  Έκοψα  κι έφαγα ένα κομμάτι σε διαστάσεις οικοπέδου,  σαν να ‘μουν άλλη κι όχι εγώ που είχα πάρει πέντε κιλά τον τελευταίο χρόνο… Ανερυθρίαστα κι ευτυχής  απολάμβανα τις υπεροχές γεύσεις της ζωής…..

Φ.Γ.