Κάνω παρέα  με τους χειμώνες που είναι σφιχτά τυλιγμένοι στις γκρίζες ζακέτες τους και σέρνεται το πολύχρωμο κασκόλ τους στο χώμα. Αφήνουν χιλιάδες αποσιωπητικά πίσω τους καθώς βαδίζουν σιωπηλοί (τα βαριά τους άρβυλα συνθλίβουν τα μικρά κλαδιά και τα κίτρινα φύλλα) κι εγώ τα μαζεύω για να καρφιτσώσω πάνω τους λέξεις, σκέψεις και εικόνες σε χρόνο παρόντα και παρελθόντα για να κιτρινίσουν κι αυτές και να συνθλιβούν κάτω από τη βαριά πατημασιά του χρόνου. Με τα γυμνά κλαδιά τους ξύνουν την πλάτη της συνείδησης καθώς τρέχει σχεδόν γυμνή, βράδυ στο δάσος των ομολογημένων και των ανομολόγητων έργων, λίγο  ακόμα και θα ματώσει, τα αγγεία κόκκινα ποτάμια, φλογίζουν τη σάρκα, ερυθριάζεται το πρόσωπο, αποστρέφει το βλέμμα από τον καθρέφτη… Τότε αυτοί  βγάζουν από την τσέπη τους μια λιακάδα… την πετάνε σαν μπάλα στην αυλή μου και με παρηγορούν.
Ακόμα κι όταν τα Χριστούγεννα  μασκαρεύονται οι χειμώνες  με τα λαμπιόνια και τις γιρλάντες που τους φοράνε οι κατασκευαστές γιορτών,  εγώ τους

 αναγνωρίζω… Τους βλέπω στα μάτια  των ανθρώπων που δεν βρίσκουν άλλα μάτια για να καθρεφτιστούν, τους ακούω στο τραγούδι που λες με την κιθάρα σου σιγανά και μασάς τους στίχους… σου πέφτει η πένα από το χέρι στα μισά… Τους ανακαλύπτω κάτω από τις ακρυλικές κουβέρτες των ανθρώπων που διαλέγουν να κοιμούνται για να μην βλέπουν, να μη νοιώθουν τη ζωή που ζούνε.. (ο ύπνος είναι ένας μικρός θάνατος, βολέψου άμα δεν μπορείς να έχεις έναν κανονικό…).

Τους βλέπω στη σελίδα 78  του βιβλίου που πάνω από μισή ώρα κρατάς  ανοιγμένο μπροστά σου, ενώ τα μάτια σου φτύνουν τα γράμματα που πέφτουν ξανά στο κίτρινο χαρτί και προσπαθούν να ανασυνταχτούν. Τους βλέπω σε κόκκινα φιλιά, σε πιόνια επιτραπέζιων παιχνιδιών, σε μια τρύπια κάλτσα που αφήνει να δραπετεύσει το μεγάλο σου δάχτυλο, στα μικρά ποτηράκια με το σπιτικό λικέρ, στις μεγάλες κούπες του καφέ, στις γυάλινες χοντρές βεντούζες της θείας Κούλας, στη καυτή κόκκινη  λάβα της φασολάδας, στις ζεστές αγκαλιές στον καναπέ την ώρα της προβολής της ταινίας…
Κι όταν καμιά φορά έρχεται το ανάλαφρο χιόνι, φτιάχνουμε αγγέλους ανάσκελα ξαπλωμένοι πάνω του, κουνώντας τα ανύπαρκτα φτερά μας… Λες κι αυτό θα μας ξανακάνει παιδιά, θα μας εξαγνίσει – έστω για λίγο – όσο παίρνει για να πατηθεί το  χιόνι, να γίνει χώμα, λάσπη και νερό σε ένα πήλινο κόσμο…Ύστερα μια μεροκαματιάρα πλύστρα βροχή θα σαρώσει όλη τη σαβούρα με κουβάδες νερό, θα θυμώσει με τις συνθήκες δουλειάς, θα αφήσει επίτηδες τη βρύση ανοιχτή… να μας πνίξει…
Κάθε χειμώνα  κοιτάζω τα σπίτια που  στέλνουν από τις καμινάδες  τους  τα ντουμάνια του καπνού σαν γιαλαντζί σύννεφα να μπερδευτούν με τα αληθινά μα δεν καταφέρνουν να ξεγελάσουν τον ουρανό… Κάθε φορά φτιάχνω γι’ αυτά την ίδια ιστορία… Πώς ήτανε τάχα κάποτε καράβια που αφού γέμισαν τα αμπάρια τους με κάρβουνο ετοιμάστηκαν για μεγάλα ταξίδια. Οι  θάλασσες όμως θύμωσαν για τους πειρατές που θέριζαν, για τις μπομπάρδες που ξέσκιζαν τα σπλάχνα τους και καταράστηκαν τα καράβια ποτέ να μην ταξιδέψουν στα νερά τους. Έτσι τα καράβια πέτρωσαν, η θάλασσα έγινε χώμα, οι θαλασσόλυκοι  στεριανοί νοικοκυραίοι που καίνε κάθε χειμώνα τα αποθέματα του κάρβουνου για να ζεσταθούν.
Κάνω παρέα με τους χειμώνες, γιατί με βοηθάνε να πλέκω τα όνειρά μου… Γιατί αφήνουν  το χώμα να ξεκουραστεί για να ανθήσει η πέτρα.
Φλώρα Γουγουλιά