Αν εξαιρέσεις τα μαθητικά μου χρόνια, που ήμουν ΑΕΚτζής, ποτέ δεν υπήρξα οπαδός ομάδας ποδοσφαίρου, ιδιαίτερα δε μετά την δημιουργία των ΠΑΕ. Έτσι έμεινα να παρακολουθώ μόνο διεθνή ματς ελληνικών και ξένων ομάδων ή διεθνείς αγώνες εθνικών ομάδων και ησύχασα. Τα τελευταία γεγονότα στο ποδόσφαιρο και η ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής δεν με ξάφνιασαν καθόλου. Όμως μ’ άρεσε ένα άρθρο της κας Αλέκας Ζουμή που έχει μέσα του πολύ «ζουμί», διαβάστε το…
«Υπάρχει μια φωτογραφία που ξεχώρισε από το «γκρι» τοπίο της Τούμπας, το βράδυ της Κυριακής… Ένας παππούς μαζί με το εγγόνι του, που κρατάει τη σημαία του ΠΑΟΚ περήφανα, στην άδεια κερκίδα…
Λίγα λεπτά νωρίτερα, οι δυο τους, δυο διαφορετικές γενιές ΠΑΟΚτσήδων, έβλεπαν έκπληκτοι τον πρόεδρο της ομάδας τους και έναν εκ των μεγαλύτερων επιχειρηματιών της χώρας, τον Ιβάν Σαββίδη, να εισβάλλει με… συνοδεία στον αγωνιστικό χώρο, να ζητάει από τους παίκτες του να αποχωρήσουν –και να λαμβάνει «πληρωμένη» απάντηση από τον αρχηγό Βιεϊρίνια–, να επιτίθεται φραστικά στον διαιτητή, να σοκάρει τους πάντες.
Παππούς και εγγονός αποχώρησαν χωρίς να έχουν ξεκάθαρη εικόνα εάν τελικά μέτρησε το γκολ του Βαρέλα. Αργότερα, θα συνειδητοποιούσαν πως λίγη σημασία έχει τελικά. Ο πρόεδρος της ομάδας τους είχε εισβάλει στον αγωνιστικό χώρο φέροντας όπλο… Τι ντροπή… 
Ο πιτσιρικάς ενδεχομένως να μην ξαναβρεθεί στο γήπεδο… Σοκαρίστηκε από τις εικόνες που είδε στην τηλεόραση, μπερδεύτηκε από τις διαιτητικές αποφάσεις, φοβήθηκε και κουράστηκε να περιμένει δύο ώρες για να παιχτούν έξι λεπτά αγώνα.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο απλώς είναι «νεκρό». Και όλοι εμείς που

ασχολούμαστε με αυτό, απλώς κινούμαστε μέσα σε ψευδαισθήσεις, αναπαράγοντας τη φράση του Αλμπέρ Καμί περί ηθικής… Αλήθεια, ποιος όμως πλέον μπορεί να μιλήσει για ηθική στην ελληνική ποδοσφαιρική πραγματικότητα;

Ισχυροί παράγοντες «σημαδεμένοι» με επικίνδυνες συμπεριφορές εξουσιάζουν το λαοφιλέστερο άθλημα και εξακολουθούν να κινούν τα νήματα σε μια cult παράσταση με «μαριονέτες» ποδοσφαιριστές, οπαδούς και δημοσιογράφους.
Ουδείς ενδιαφέρεται για την περιβόητη κάθαρση και εξυγίανση του χώρου –άραγε από ποιους;– απαξιώνοντας ακόμη περισσότερο το ήδη υποτιμημένο «προϊόν». Το «προϊόν» που πλέον δυσκολεύεται να βρει τηλεοπτική στέγη και να εξασφαλίσει έτσι τα ελάχιστα, βασικά του έσοδα, με τις μικρομεσαίες ομάδες να παραπαίουν και να γίνονται εύκολα «παραρτήματα» των «μεγάλων». 
Και οι «μεγάλοι» να γίνονται «μικροί» μέσα σε μια νύχτα όταν ο μέγας επιχειρηματίας αποφασίσει να αλλάξει ρότα. Κανείς από τους κυρίους των «μεγάλων» δεν έχει δικαίωμα να ομιλεί. Και κανείς από τους κυρίους των «μικρών» δεν έχει δικαίωμα να παραπονιέται. Η ανοχή μιας αρρωστημένης συνθήκης είναι το ίδιο επικίνδυνη με τη συμμετοχή…»