Η γιορτή είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Στην εξέδρα η ορχήστρα έπαιζε ένα ζεϊμπέκικο του Μητροπάνου και οι συνθέσεις στα τραπέζια των θαμώνων των μαγαζιών της πλατείας είχαν αλλάξει από τις πέρα δώθε μετακινήσεις αλλά και από τις αποχωρήσεις αφού η ώρα ήταν ήδη μιάμιση. Το φεγγάρι γλεντοκόπαγε μαζί μας ακόμα καμουφλαρισμένο πίσω από τα πιο ψηλά φύλλα του πλάτανου. Τον είδα να διασχίζει την πλατεία, να σταματάει μπροστά στην ορχήστρα να ανοίγει τα χέρια και να φέρνει δυο στροφές, (ένας νικημένος Διγενής στη μέση στο αλώνι) και αμέσως μετά χωρίς να τελειώσει τον χορό του να έρχεται βολίδα στο τραπέζι μας. Είχαμε απομείνει πέντε-έξι συμμαθητές και φίλοι με το τελευταίο κρασί…
-Τι, αυτό ήταν μόνο; Τον ρώτησε ο Γιώργος και του πρόσφερε κάθισμα.
-Μαλάκες σας είδα από μακριά και είπα: Γέρασα… είπε ο Κίτσος και μας κοίταξε θαρρείς όλους συγχρόνως βαθειά μέσα στα μάτια με τα δικά του να είναι κατακόκκινα και να στάζουνε τσίπουρο και δάκρυα… Παγώσαμε… Κάποιος είπε να το συμμαζέψει, να το διασκεδάσει το πράγμα και να του θυμίσει τον παλιό καλό του εαυτό, τότε που ήταν η ατραξιόν της βραδιάς κι έκανε κολοτούμπα πάνω στο τραπέζι κι από τη σούρα τη βαριά άνοιγε την ντουλάπα και κατούραγε μέσα νομίζοντας πως είχε μπει στο μπάνιο…

Εκείνος όμως δεν έλεγε να αλλάξει χαβά… χωρίς να αγγίξει το κρασί του άπλωσε την παραμορφωμένη από τις σκληρές δουλειές χερούκλα του σε μια κίνηση σαν να μας έλεγε σκάστε εγώ μιλάω τώρα…
-Γεράσαμε σας λέω! Έχω τέσσερα εγγόνια… Είμαι παππούς ρεεε…
-Δεν χαίρεσαι; Πήγε να πει κάποιος κι ο Κίτσος του έκλεισε το στόμα με την παλάμη του συνεχίζοντας τη δακρύβρεχτη εξομολόγηση του …
-Τη θυμόσαστε την τσατσάρα που είχαμε στο στρατό και σπάγαμε τα δόντια της μετρώντας τις μέρες για να απολυθούμε; Μια ίδια ρουφιάνα έχουμε και τώρα και σπάμε τα δόντια ένα – ένα. Τότε βιαζόμουνα να τελειώσουνε για να λευτερωθώ να ζήσω τη ζωή μου… Τώρα κάθε βράδυ ξέρω ότι σπάει ένα ακόμα δόντι και φοβάμαι… φοβάμαι, για τη ζωή που δε θα χω πια να ζήσω…
Σαν να μας έζωσαν όλους τα φίδια με τους στοχασμούς του Κίτσου  κι όλο σαν να έπαιρνε η άκρη του ματιού μας μια σκιά με ένα δρεπάνι ανάμεσα στα φύλλα του πλάτανου, «σβαγκανίσαμε» το τελευταίο ποτήρι κρασί πιο πολύ γιατί είχε στεγνώσει το στόμα μας, είπαμε μουδιασμένα κάνα δυο παλιές πλάκες και συμφωνήσαμε να το διαλύσουμε και να βρεθούμε την επόμενη, τη γνωστή ώρα για τσίπουρο. Δεν είχαμε απομακρυνθεί πολύ όταν τα ρυθμικά παλαμάκια, μας έκαναν να κοιτάξουμε προς την πλατεία. Καταμεσής ο Κίτσος έφερνε τις φούρλες του με χέρια – ανοιχτά φτερά – και χτυπώντας το πόδι του στη γη έσπαγε μια τσατσάρα…