Να ’μαστε στην άκρη το καλοκαιριού. Γυρίζουν οι σελίδες του, φυλλορροούν. Όμως ακριβώς πίσω έρχονται οι μέρες του φθινοπώρου. Όχι μ’ αυτή την πλάνη της μελαγχολίας, αλλά με τη γλυκύτητα μιας όμορφης εποχής. Ας θεωρήσουμε ότι τώρα αρχίζει η ζωή, ως πρώτη εποχή στον κύκλο του γήινου χρόνου. Αν και στην κυκλική διαδρομή όλα βρίσκονται εν συνεχεία· ακόμα κι η αρχή και το τέλος.
Με τη σάκα του ήλιου στον ώμο, πορεύτηκα, ως μαθητής της γης και του νερού, τις μέρες των σπουδών του Αυγούστου. Όσο μακριά κι αν βρέθηκα από την πολιτεία τα φώτα της ήρθαν στην ερημιά. Μαζί κι η γήινη καθημερινότητα κι η τραχύτητα του κόσμου.
Ακολουθώ την προσφιλή ταχτική· κλείνω τα μάτια και φέρνω μπροστά μου το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Παλικαράκια απ’ τους πίνακες των εποχών. Να διαλέξω; Πώς θα μπορέσω να κάνω τέτοια ιεροσυλία, πώς να τα γράψω και να τα ισορροπήσω. Κι ας λένε πως είναι εύκολο να βάλεις τα γράμματα και τις λέξεις στην αράδα.

Ο ασβέστης του τοίχου του νταμιού που με στεγάζει στηρίζει το καλοκαίρι, το μεταφέρει στους ώμους του. Του δίνει την τραχύτητα και το φως που έχει. Όσο αντέχει το άσπρισμα φωτοβολάνε όλα. Τόσο που μερικές μέρες του καλοκαιριού το άγγισμα σε καίει.
Βραδιάζει στο σύνορο το καλοκαιριού. Δεν διακρίνεις όμως τη μαυρίλα του βάθους της νύχτας. Νιώθεις το λιγοστό σκοτάδι σαν ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού. Το γειτονικό φθινόπωρο μπαίνει στη συνέχεια της διαδρομής. Σύντροφοι των ίδιων ημερών, λένε μαζί παρόμοιες ιστορίες. Είναι στο πόδι των παλιών παραμυθάδων. Και σαν γέροντες των αμέτρητων χρόνων που είναι, έχουν να μας αφηγηθούν ιστορίες χωρίς τελειωμό.
Να ’ρχεται μαζί και το τέλος; Τώρα που φεύγουν οι παραθεριστές από τις παραλίες και τις εξοχές, τραβιούνται οι βάρκες στη στεριά, κλειδώνονται τα εξοχικά σπίτια και μένουν μόνοι οι χειμερινοί κολυμβητές. Να ’μαστε πάλι στον κύκλο που λέγαμε. Μόνο κάθε φορά να ήταν μπορετό να προσθέσουμε και να αφαιρέσουμε τα πρεπούμενα. Είναι τόσα τα όμορφα, για δυο ζωές γεμάτες κι οι χαρές του κόσμου απ’ αυτά μια σταλιά.
Εδώ λέμε: ας είναι· και περιμένουμε το γύρισμα του χρόνου, το άλλο καλοκαίρι.
Του Αριστείδη Καλάργαλη, Συγγραφέα, διδάκτορα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας.