Ναφθαλίνη και ρετσίνα
Γράφει η Φλώρα Γουγουλιά.
Αχ αυτές οι λέξεις… Τόσο πρόθυμες να ξαπλώσουν στο χαρτί, τόσο πεισματάρικα κλεισμένες στο στόμα… Γυροφέρνουν αργόσχολες στο κεφάλι μου, με αποσυντονίζουν από την δουλειά μου, θέλουν ντε και καλά να πάρουν χρώμα και σχήμα! Θέλουν να γίνουν τόποι, να γεννήσουν καινούριους ανθρώπους, να αναστήσουν κάποιους παλιούς χαμένους, προτού διαγραφούν από την τελευταία μνήμη που κρατά ζωντανή ακόμα, την από καπνό και σύννεφο μορφή τους.
Ο Γιώργος Χουβαρδάς ήταν ο παππούς μου… Δεν θυμάμαι τη γιαγιά μου να τον φωνάζει με το όνομά του, δεν χρειαζότανε γιατί συνεννοούνταν με τα μάτια.. Η μάνα μου τον φώναζε μπαμπά, εγώ παππού κι
όλοι οι άλλοι Κουβαρντά.. Είχαν αντικαταστήσει το Χ με το Κ συνειδητά, αν και αμόρφωτοι άνθρωποι, προσδίδοντας στον άνθρωπο το όνομα που πήγαινε γάντι με την προσωπικότητα του.
Είχε αγαπήσει τη γιαγιά μου, πρόσφυγα από τη Σπάρτα της μικράς Ασίας, χήρα από τον πρώτο της γάμο και την είχε παντρευτεί γνωρίζοντας ότι δεν έκανε παιδιά. Στη συνέχεια υιοθέτησαν τη μάνα μου. Αν αυτό δεν είναι κουβαρνταλίκι τότε τι είναι…
Έζησε στο Ν. Ηράκλειο όλη του τη ζωή, αγαπώντας ως το τέλος τη γιαγιά μου και διατηρώντας παράλληλο δεσμό με την ερωμένη του, που όλοι γνωρίζαμε και δεν ήταν άλλη από την ξανθιά ρετσίνα.. Σε μια εποχή που οι λέξεις αλκοολικός κι εξαρτημένος ήταν άγνωστες, ο άνθρωπος που έπινε λέγονταν μπεκρής, ο τζογαδόρος, ο χαρτοπαίχτης ή αυτός που έπαιζε ζάρια λεγότανε κουμαρτζής κι ο αναξιόπιστος πολιτικός παπατζής. Αν ζούσε σήμερα κι έπινε με την ίδια δεινότητα δεν θα έπιανε χαρτωσιά μπροστά στους σημερινούς πότες.

Ο Κουβαρντάς δεν ήταν εξαρτημένος… Δούλευε όλη τη μέρα για την οικογένεια του, χωρίς σταγόνα κρασί. Γύριζε το απόγευμα από την οικοδομή που έκανε καλουπώματα με το κασκέτο του σκονισμένο. Στο ένα αυτί είχε πάντα ένα τσιγάρο μάρκας «Τέλειον» και στο άλλο πότε πότε ένα λουλουδάκι. Στη μέση του είχε δεμένη μια παράξενη στενή θήκη, σαν ποδιά, για τα καρφιά, με τρία χωρίσματα για να ξεχωρίζουν τα καρφιά ανάλογα με το μέγεθος.
Σκονισμένη ήταν κι αυτή… Όμως κάθε Σάββατο που πληρωνότανε, ερχότανε με το πηδηχτό του βήμα και γέλαγε το συμμετρικά κομμένο μουστάκι του καθώς το χέρι του μου φανέρωνε μέσα από την ποδιά, την μιας δραχμής σοκολάτα Ιον Γάλακτος.
Ήταν κανονικό το μπόι του, τα μάτια του ήταν μεριές μεριές ποτάμια και μεριές βουνά, αλλά το στόμα του ήταν ένα κατακόκκινο γαρίφαλο. Τι κι αν έπινε, τι κι αν κάπνιζε… μύριζε μονάχα κανέλα…
Ο κολλητός του ήταν ο Πέτρος… Ήταν αχώριστοι γι’ αυτό αναφέρονταν όλοι σ’ αυτόν με το παρατσούκλι «αρραβωνιαστικιά», ενώ και τους δυο μαζί τους λέγανε ρεμπέτ ασκέρι. Μαζεύονταν τα απογεύματα μαζί με άλλους στης Αρσινόης, πίσω από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Έβαζαν το παλιό γραμμόφωνο κι έπαιζαν πλάκες με αμανέδες στα ελληνικά αλλά και στα τούρκικα.
Έπιναν με άσπρα στραγάλια για μεζέ και χόρευαν όταν έρχονταν στο τσακίρ κέφι.
Ο Κουβαρντάς δεν το σήκωνε το ποτό… Στο τέταρτο ποτηράκι είχε βρει τις συντεταγμένες για τον παράδεισο οποιασδήποτε θρησκείας και τραγουδούσε χαμηλόφωνα με μισές λέξεις ύμνους που τα χερουβίμ, τα ουρί ή οι δαίμονες που κάθονταν δίπλα του στο τραπέζι του μάθαιναν.
Βραδάκι έπαιρναν το δρόμο για το σπίτι. Σαν βρεγμένη γάτα προσέγγιζε την πόρτα για να ξεπλύνει με τα δάκρυα της μετάνοιας το ανόμημα του, προκειμένου να το ξανακάνει… Δε μπορούσε να συγχωρέσει τον εαυτό του που το χούι του, χάλαγε τη ζωή των δικών του… όμως το έκανε ξανά και ξανά. Άμα έγραφε κανένα τραγούδι ή έπαιζε κανένα όργανο μπορεί να γινότανε και διάσημος και τότε το χούι θα ήτανε μαγκιά κι ωραίο πράμα… Είναι πιασιάρικος συνδυασμός το χούι και η τέχνη … Εξάπτει τη φαντασία και να σου ο Μύθος… Αν είσαι λίγο σκοτεινός και ντάουν μπορεί να σου κάτσει για πρότυπο και χώνεσαι στο τρυπάκι πιο εύκολα…
Σε γενικές γραμμές εμένα δεν μου αρέσουν οι ναφθαλίνες, ούτε οι νοσταλγίες. Είναι όμως κάποια πράγματα που μ΄ αρέσει να τα θυμάμαι και να τα μεταφέρω γιατί είναι καλλιτεχνικά, είναι κινηματογράφος της ζωής.
Ένα χρόνο προτού πάρει τη σύνταξη του τον χτύπησε ο καρκίνος στους πνεύμονες και στο συκώτι. Τελείωσε γρήγορα χωρίς να υποφέρει. Ήταν αρχές της δεκαετίας του 70. Τους νεκρούς τους ξενυχτούσαν ακόμα στα σπίτια. Τον έντυσαν γαμπρό και τον βάλανε στη μέση της κάμαρας. Η γιαγιά μου έκλαψε όσο ήτανε άρρωστος, τώρα δε χρειαζότανε… ήταν λεύτερος, ήταν καλά… Ο Πετράν κίτρινος σα λεμόνι μάζεψε και τους άλλους στο προσκεφάλι του, μοίρασε τα κρασοπότηρα κι έβαλε το γραμμόφωνο. Από κανενός το μυαλό δεν πέρασε να πει πως ήταν αμαρτία, το πρέπον ήταν για τους άλλους… Η βελόνα χάραζε τις καρδιές κι άδειαζαν τα μπουκάλια μέχρι που ξημέρωσε κι ήρθε η ώρα… Γέμισε ένα ποτήρι ο Πετράν κι ανασήκωσε το κεφάλι του Κουβαρντά, να βρέξει τα χείλη με το τελευταίο… γυάλισαν τα χείλη καθώς βράχηκαν και χύθηκε λίγο από το ποτήρι πάνω του… Μια ανεπαίσθητη κίνηση στο σακάκι προς το μέρος της καρδιάς του…
Τον πήραν στους ώμους και τον πήγαν στην εκκλησία περνώντας πάνω από τη γέφυρα.. Κανένας σκηνοθέτης δεν μπορεί να συλλάβει την ομορφιά του πλάνου όπως γράφτηκε στην παιδική μνήμη μου… Κανένας από τους φίλους του δεν παρακολούθησε τη νεκρώσιμη ακολουθία ούτε την ταφή. Όλοι κάθισαν στης Αρσινόης την ταβέρνα που βρίσκονταν πίσω ακριβώς από την εκκλησία κι έκαναν την μυσταγωγία τους…
*Αφιερωμένο στον Γιώργο.