Γράφει ο Δημήτρης Ζ. Γουγουλιάς
Θέλω να σας διηγηθώ μια μικρή αληθινή ιστορία που ξετυλίγεται στο γειτονικό μας χωριό στην Ιτέα, όταν πριν δέκα περίπου χρόνια, η γυναίκα μου Φλώρα διοργάνωσε σε συνεργασία με τον τοπικό σύλλογο την δεύτερη ατομική της έκθεση κολάζ στην αίθουσα του συλλόγου στο κέντρο του χωριού.
Η αίθουσα άνοιξε και δειλά – δειλά όλο και κάποιοι ντόπιοι και ξένοι άρχισαν να την επισκέπτονται. Κόντευε να βραδιάσει όταν στη γεμάτη πλέον
από γνωστούς και φίλους αίθουσα, που τίποτα δεν θύμιζε τις γκαλερί, μπήκαν  με τα μπαστουνάκια τους  τρείς υπερήλικες γυναίκες. Η Φλώρα τις καλωσόρισε, έχοντας μια ιδιαίτερη αδυναμία στην τρίτη ηλικία, αλλά ένα άλλο γκρουπ επισκεπτών έχοντας κάποιες απορίες την κάλεσαν προς το μέρος τους….
Από κει η Φλώρα, παρατήρησε τη μία από τις γριούλες να στέκει για αρκετή ώρα μπροστά σε ένα συγκεκριμένο έργο της και να το κοιτάει με πολύ ενδιαφέρον. Όταν οι άλλοι επισκέπτες απομακρύνθηκαν η γριούλα πιάνοντας τη Φλώρα απ’ το χέρι, την πήγε ξανά μπροστά στο έργο που πριν έβλεπε και αφού της συστήθηκε, της ζήτησε να της εξηγήσει τι ήθελε να πει με το έργο της αυτό, έχοντας ήδη η ίδια ερμηνεύσει μέσα της το έργο και θέλοντας να δει αν υπάρχει κάποια ταύτιση με τη δημιουργό.
Η Φλώρα άρχισε να της εξηγεί ότι «οι ανθρώπινες φιγούρες στο πλάι συμβόλιζαν τους εγκλωβισμένους ανθρώπους είτε από τους πολέμους και τις φυλακές, είτε από τις προσωπικές τους απογοητεύσεις, τα αδιέξοδα κ.λ.π., ενώ το πεσμένο πάνω στο συρματόπλεγμα κόκκινο πανί στο κέντρο του πίνακα, που στο κάτω μέρος του έσταζαν σταγόνες από αίμα με ένα κλειδάκι δίπλα του, συμβόλιζε τις μάχες που δίνει ο άνθρωπος για να ξεφύγει ή να ξεπεράσει όλους αυτούς τους εγκλωβισμούς του, μάχες που πολλές φορές απαιτούν θυσίες και αίμα».
Η γιαγιά συγκινημένη την αγκάλιασε σφιχτά και τη φίλησε, ρωτώντας αν πουλάει αυτό το πίνακα. «Θέλω» συμπλήρωσε «να τον αφήσω κληρονομιά στα παιδιά και τα εγγόνια μου».

Η Φλώρα απάντησε καταφατικά και τότε η γιαγιά  ρώτησε για την τιμή του.
– «Δεν έχει σημασία η τιμή» απάντησε η Φλώρα, βλέποντας στο πρόσωπο της γιαγιάς μια επιφύλαξη στο ενδεχόμενο μιας άφταστης για εκείνη τιμής και συνέχισε, «γιατί αν σε άγγιξε τόσο πολύ το έργο αυτό, αύριο που τελειώνει η έκθεση θέλω να στο χαρίσω».
– «Καλά» είπε η γιαγιά, «θα τα πούμε τότε και αύριο» και απομακρύνθηκε για να δει και τα υπόλοιπα έργα.
Πέρασε και η τελευταία μέρα της έκθεσης και ενώ η Φλώρα με τη βοήθεια των παιδιών του συλλόγου κατέβαζαν τα έργα της, για να τα μεταφέρει στο εργαστήρι της, μπήκε στην αίθουσα μια νεαρή κυρία και παίρνοντάς την παράμερα της είπε με χαμηλή φωνή :
– «Ήρθα να πάρω τον πίνακα της γιαγιάς», ενώ συγχρόνως και διακριτικά της έβαζε στα χέρια της δύο χαρτονομίσματα, ένα πόσο όχι ευκαταφρόνητο σε σχέση με την αρχική τιμή του έργου.
Απορημένη η Φλώρα ξεκίνησε να λέει : «Μα εγώ υποσχέθηκα στη γιαγιά …»
Αλλά η νεαρή κυρία ευγενικά αλλά απότομα την διέκοψε λέγοντας : «Είναι επιθυμία και εντολή της γιαγιάς που ζήτησε να τη σεβαστούμε».
Η Φλώρα χάιδεψε  το έργο της και με μεγάλη προσοχή και αγάπη, το τύλιξε και το έδωσε στη νεαρή κυρία, για να παραδοθεί στον ξεχωριστό αυτόν αγοραστή, μαζί με τους χαιρετισμούς της.
Ήταν σίγουρη ότι το έργο της αυτό βρίσκονταν σε πολύ καλά χέρια …!!!