Γράφει η Φλώρα Γουγουλιά
Καθότανε στον καναπέ  απέναντι της, με μια ξεθωριασμένη χαχόλικη φόρμα, με την μια  παντόφλα φευγάτη και την άλλη μισοφορεμένη. Τα γυαλιά του ίσα να στηρίζονται  στην  άκρη της μύτης…  Καθότανε  άκρη- άκρη, γερμένος μπροστά, με τους αγκώνες ακουμπισμένους στα πόδια του.
Ο Χάρης έκανε προσπάθεια να ακούσει κάτι στην τηλεόραση, παρόλο που η ένταση του ήχου  ήταν
ανεβασμένη τόσο, ώστε να είναι ενοχλητική για ένα αυτί που κάνει σωστά τη δουλειά του…Τα αυτιά του τον είχαν προδώσει, τα μάτια του τον γελούσαν και η μνήμη του, του έδινε ασαφείς απαντήσεις…  Βάδιζε την όγδοη δεκαετία της ζωής του  ενώ η γυναίκα του η Μαργαρίτα ήταν κατά δεκαπέντε χρόνια νεότερή του.  Είχανε  πλακωθεί γι’ άλλη μια φορά  για ασήμαντη (ή μήπως για σημαντική;) αφορμή κι ήταν σε στάση  αναμονής εξελίξεων και οι δυο, αποφεύγοντας να μιλήσουν. Τον κοιτούσε κι αναρωτιόταν τι είχε μείνει στ’ αλήθεια απ’ τον άντρα που αγάπησε…

 

Όταν τον πρωτοείδε ήταν  ταχυδρόμος, στο χωριό της μητέρας  της, όπου είχαν πάει να περάσουν τις μεγάλες ζέστες του καλοκαιριού κάνοντας τα μπάνια τους. Εκείνη μόλις είχε τελειώσει  το ονομαστό  τότε,  εξατάξιο ιδιωτικό  γυμνάσιο του Μιχαλόπουλου, όπου πήγαιναν οι βλαστοί όλων των καλών οικογενειών της πόλης, πράγμα για το οποίο θα υπερηφανευόταν τα κατοπινά χρόνια, χωρίς να χάνει  ή να δημιουργεί την ευκαιρία για να το αναφέρει, αφού η μόρφωσή της άρχισε και τερματίστηκε σ’ αυτό.  
Ήταν όμορφη, με καστανοκόκκινα μαλλιά και μια διάφανη επιδερμίδα που την έκαναν πορσελάνινη τα γκρίζα της μάτια. Δροσερή και σικάτη μέσα στα λούσα που της εξασφάλιζε η μεγάλη οικονομική επιφάνεια του  πατέρα της, του πιο γνωστού στην μεγάλη πόλη της Πελοποννήσου χονδρέμπορου λαδιού  και της μάνας της από την άλλη μεριά  που κουβαλούσε πίσω της  μια προίκα  με πολλά ακίνητα και λίρες.
Εκείνος παρά το μπατηριλίκι του ήταν η φαντασίωση κάθε γυναίκας… Ευθυτενής, μελαχρινός, με άψογη  οδοντοστοιχία που του χάριζε ένα ακαταμάχητο χαμόγελο, στεφανωμένο με ένα κατάμαυρο μουστάκι που έκανε να φαίνονται πιο κόκκινα τα χείλη του. Μάτια ολόμαυρα με ασορτί πυκνές βλεφαρίδες που όταν χαμήλωναν έκρυβαν τις σπίθες τους, την ερωτική διάθεση, τις πολλές υποσχέσεις… Το ψηλό, αρμονικό κορμί του έκανε την ταπεινή  στολή του ταχυδρόμου να φαντάζει σα στολή στρατηγού, που αντί για γαλόνια είχε καρφιτσωμένες τις καρδιές των κοριτσιών…
Εκείνο το καλοκαίρι τσιτσίριζε από τη ζέστη τα κορμιά κι έμελλε να τσιτσιρίσει και την καρδιά της στο πρώτο αντάμωμα με τον ταχυδρόμο – στρατάρχη του έρωτα… Άνοιξε κι η καρδιά  του Χαράλαμπου, μαζί με την τύχη του (χωρίς να το ξέρει για την δεύτερη) όταν  είδε την Μαργαρίτα στη βόλτα της Κυριακής.  Ούτε που τολμούσε να φανταστεί πως θα μπορούσε να έχει αρχή και πολύ περισσότερο  μέλλον μια σχέση μαζί της, τόσο  λόγω της διαφοράς ηλικίας όσο και λόγω της ταξικής διαφοράς.
Η μικρή  όμως είχε άλλα πλάνα κι άλλες μεθοδεύσεις. Βρέθηκαν μεσάζοντες, τρόποι επαφής,  στην αρχή συνυπήρξαν  σε συντροφιές  με κοινούς γνωστούς, ακολούθησαν τα μοναχικά ραντεβουδάκια και κάποια στιγμή το καλοκαίρι έφτασε στο τέλος του και ο αποχωρισμός ήταν θέμα χρόνου. Η μάνα  της που πετάλωνε ψύλλο κάτι είχε μυριστεί αλλά έλεγε πως ήταν κάτι περαστικό που θα εξατμιζότανε με την εκπνοή του καλοκαιριού και την επιστροφή στην πόλη. Η Μαργαρίτα όμως είχε άλλη γνώμη… Τους ανακοίνωσε απερίφραστα ότι είχε δεσμό, ότι ήταν ερωτευμένη μέχρι τα μπούνια, και πως αν δεν έδιναν την συγκατάθεσή τους  για την νομιμοποίηση αυτού του δεσμού, ο Χαράλαμπος ήταν διατεθειμένος να την κλέψει… (πράγμα που ούτε περνούσε από το μυαλό του, ούτε το είχε εκφράσει).
Στύλωσε  τα ποδάρια κάτω λέγοντας «Αυτόν θέλω κι άλλον κανένα» και όντας μοναχοκόρη, πατώντας πάνω στην αγάπη τους από τη μια μεριά  και στον φόβο τους για τον κοινωνικό σχολιασμό και την τύχη της κόρης τους αν έπαιρναν άλλη τροπή τα πράγματα κατάφερε να  της περάσει και να τον κάνει δικό της με τις προβλεπόμενες διαδικασίες, τις ευχές των γονιών, των συγγενών  και των φίλων.
Ήταν κατά κοινή ομολογία το τέλειο ζευγάρι, και πολλοί θα ήθελαν να ήταν στη θέση του ενός ή της άλλης… Ο Χαράλαμπος έγινε πλέον Χάρης και από ταχυδρόμος αντιπρόσωπος γεωργικών μηχανημάτων. Πήραν φωτιά τα στρώματα, αξιοποιήθηκαν όλοι  οι χώροι του σπιτιού , ντιβάνια καναπέδες, πάγκοι κουζίνας και πατώματα για  να καταλαγιάσουν των σωμάτων τη δίψα και του αίματος τον κοχλασμό. Άλλαζαν με τα χρόνια τα ημερολόγια το ένα μετά  το άλλο στον τοίχο της κουζίνας, εκείνος πετούσε άλλη μια ατζέντα στα σκουπίδια συμπληρωμένη από τις σημειώσεις με το  ακριβό στυλό του. Τον μάθαινε γεωγραφία πηγαίνοντας  τον  σε νησιά και σε βουνά στο εσωτερικό και το εξωτερικό, μετά έγιναν γονείς  κι  όσο προσπαθούσαν να γίνουν καλύτεροι γονείς τόσο  κάπου χάνανε τους  εραστές…
Όταν προέκυπταν διαφωνίες για οποιοδήποτε θέμα ενίσχυε τη θέση του λέγοντας της «εμπιστέψου την πείρα μου… μην ξεχνάς ότι έχουμε μια διαφορά ηλικίας…». Σιγά – σιγά  άρχισαν να βγαίνουν συχνότερα με χωριστές παρέες, να αποκτούν χωριστά ενδιαφέροντα. Εκείνος με τις επαγγελματικές του συναντήσεις  και κάποιους φίλους που είχε κρατήσει από πριν την γνωρίσει κι εκείνη με τα τσάγια της, τις συνάξεις για κανένα χαρτάκι, κάτι πολιτιστικές  της δραστηριότητες και τις Κυριακές πάντα να πηγαίνουν για μεσημεριανό φαγητό έξω με δυο τρία άλλα ζευγάρια.   
Κάποια στιγμή  στο πέρασμα  του χρόνου  εκείνη παρατήρησε ότι ο Χάρης έχανε  την ευγένεια που τον χαρακτήριζε… Δεν έτρεχε πια να της ανοίξει την πόρτα για να περάσει όταν έβγαιναν κάπου έξω,  δεν την ρωτούσε προκειμένου να αλλάξει κανάλι, δεν τράβαγε το κάθισμα για να καθίσει, μικρά πράγματα, που όμως συμπλήρωναν το πάζλ με την εικόνα του.
Όμως κι εκείνη είχε απομυθοποιηθεί από καιρό  στα μάτια του και το ήξερε. Η πυρκαγιά είχε γίνει φλογίτσα που τρεμόπαιζε στην πνοή του ανέμου της καθημερινότητας, που δεν θέλει τα άβαφα χείλη, τα κουρασμένα μάτια με τους μαύρους κύκλους, τα  θαμπά μαλλιά και τα αγύμναστα σώματα. Τα τρανταχτά γέλια της νιότης γίνανε χαμόγελα της ωριμότητας που  όσο ο καιρός τραβούσε στο μάκρος του μετατρέπονταν σε μειδιάματα… (Καρτερικότητας; Ανοχής; Ποιος ξέρει;) Όταν έγινε πενήντα χρονών, εκείνος είχε κλείσει τα εξήντα πέντε κι ένας τρόμος άρχιζε να την κυριεύει καθώς καταλάβαινε ότι από δω και μπρός ζούσε με  έναν γέρο. Εκείνη κοτσονάτη και καλοστεκούμενη…
Τα χρόνια  περνούσαν  κι ο  Χάρης δεν εννοούσε  συμβιβαστεί με τις αλλαγές που συντελούνταν στον οργανισμό και στο κορμί του… Κατέβαινε ακάθεκτος στο στίβο  με τις γουρουνοπούλες, οι γαρδούμπες και τα κοκορέτσια ήταν αγαπημένοι του σύντροφοι, ο καπνός και το αλκοόλ απαραίτητες προϋποθέσεις  μιας ολοκληρωμένης  διασκέδασης. Η χοληστερίνη και τα γλυκερίδια  είχαν αυτονομηθεί και κάνανε ότι γουστάρανε… Δεν άργησε να χτυπήσει την πόρτα του το πρώτο καρδιακό επεισόδιο και το πρώτο μπαλονάκι. Ήταν ήδη συνταξιούχος.
Πολλές φορές τα βράδια  η Μαργαρίτα έβλεπε στον ύπνο της ότι περπατούσαν οι δύο  τους σ’ ένα τεράστιο χώρο, σαν γήπεδο  με καταπράσινο γκαζόν όπου ήταν ανοιγμένοι παραλληλόγραμμοι λάκκοι. Ενώ βάδιζαν ο Χάρης σκόνταφτε κι έπεφτε μέσα σ’ έναν απ’ αυτούς και την τελευταία στιγμή πιανότανε από την μαύρη κλος φούστα με τα  κόκκινα λουλούδια που  φορούσε  η Μαργαρίτα, η οποία  άνοιγε  το φερμουάρ της και την άφηνε να πέσει κάτω παρασέρνοντας τον Χάρη στο λάκκο. Στη συνέχεια έτρεχε  προς την έξοδο με το δαντελένιο της εσώρουχο , ενώ στα μισά την περίμενε ένας άντρας , που δεν ήταν άλλος από τον  ίδιο τον  Χάρη όπως τον είχε πρωτογνωρίσει κι έφευγαν μαζί…
Ξυπνούσε τρομαγμένη, τον έβλεπε  δίπλα της στο κρεβάτι κι  η μασέλα του στο χοντρό διάφανο  ποτήρι, πάνω στο κομοδίνο του,  ξεκαρδιζότανε στα γέλια αφήνοντας να φαίνεται ο  ροζ ουρανίσκος και να γυαλίζουν τα δόντια καθώς έπεφτε πάνω τους το φώς από το λαμπάκι νυκτός.
Οι  δραστηριότητες του άντρα της  είχαν  περιοριστεί στο καφενείο της γειτονιάς.  Ένας – ένας οι παλιοί φίλοι είχαν φύγει και του είχαν μείνει μόνο  δυο  φιλαράκια του από το δημοτικό  που είχαν μεγαλώσει στην ίδια γειτονιά. Όλα αυτά τα χρόνια  κάνανε παρέα μα τα τελευταία είχαν καθιερώσει κάθε Κυριακή μεσημέρι να τρώνε στο σπίτι του.
Ο Κυριάκος, που είχε ένα μαγαζί εσωρούχων και του είχαν βγάλει το παρατσούκλι «κιλοτάκιας» κι ο Παναγιώτης  που είχε λογιστικό γραφείο. Ο συνδυασμός της φαλάκρας που είχε αποκτήσει από πολύ νωρίς μαζί με την ικανότητα που τον χαρακτήριζε να βρίσκει πάντοτε λογιστικά παραθυράκια του χάρισε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «καραφλοδαίμωνας».  
Ο Χάρης δεν είχε τρόπο να γεμίσει της ώρες του, έτσι συνέχισε το παλιό του χόμπι, που τώρα έγινε απασχόληση και που είχε να κάνει με την επισκευή των ηλεκτρικών συσκευών του σπιτιού.  Πότε το ψυγείο είχε ένα ύποπτο βούισμα, το πιστολάκι δεν έβγαζε ζεστό αέρα, η σκούπα δεν τραβούσε… όλα  ανοιγμένα από το Χάρη τον μάστορα που όχι μόνο δεν τα επιδιόρθωνε αλλά  και δεν μπορούσε να τα μοντάρει όπως αρχικά ήτανε αλλά ούτε  επέτρεπε στην Μαργαρίτα να τα πάει για επισκευή λέγοντας ότι  ήταν θέμα χρόνου να τα τακτοποιήσει όλα. Έτσι από την κουζίνα ως το καθιστικό αναπτύσσονταν ένα εργαστήριο  με κάθε είδους συσκευές και εργαλεία παρατημένα στα πιο περίεργα σημεία, που έφερναν την Μαργαρίτα στα όρια της.
Είχαν περάσει πολλά  χρόνια  που τα σώματα δεν μιλούσαν πια της ηδονής τη γλώσσα, όταν το  σώμα του Χάρη (του πάλαι ποτέ ιππότη) άρχισε να βγάζει ήχους πρωτάκουστους για τη σύντροφό του. Το ξεκίνημα έγινε με κάτι ξώφαλτσα ρεψίματα που τάχα πήγαινε να  εμποδίσει   σπρώχνοντας  την χαρτοπετσέτα στο στόμα του, λέγοντας το γνωστό και τετριμμένο «Συγνώμη, πρώτη φορά μου συμβαίνει». Αφού το σκηνικό επαναλήφθηκε αρκετές φορές, βλέποντας η Μαργαρίτα ότι η επιτιμητική της ματιά δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, επιδόθηκε σε ευγενείς χαρακτηρισμούς που ταίριαζαν στην περίσταση, όπως τι γαϊδουρινή συμπεριφορά είναι αυτή, μην κάνεις σαν γουρούνι κι άλλα συναφή  που αποδείχτηκαν  απολύτως αναποτελεσματικά μιας κι ο αποδέκτης τους πολλαπλασίασε την ένταση και την έκταση των απλών ρεψιμάτων αναβαθμίζοντάς τα  σε ρογκάνες, ονομασία κοινή για τους γνώστες του είδους. Ακόμα και τις Κυριακές που έτρωγαν με τον Κιλοτάκια και τον Καραφλοδαίμωνα  ο Χάρης δεν δίσταζε να βρυχάται σα λιοντάρι κι ο μεν Κιλοτάκιας  που η Μαργαρίτα θεωρούσε αφόρητη λαϊκάντζα  σιγοντάριζε και φώναζε «μπράβο λεβέντη  μου… μεγαλώνει το αντεράκι σου!!!», ενώ ο Καραφλοδαίμωνας έστρεφε λίγο το σώμα στην καρέκλα, προσπαθώντας να κρυφτεί, κατακόκκινος από την αμηχανία.
-Τι συμβαίνει  Κυρία Μαργαρίτα; έλεγε ο Χάρης στη γυναίκα του προλαβαίνοντας την παρατήρηση που ήταν στην άκρη των χειλιών της…  Εσύ που είσαι και μορφωμένη δεν ξέρεις πως στην  Ιαπωνία αν δεν ρευτείς όντας καλεσμένος σε  γεύμα, αποδεικνύεσαι αγενής;
– Να πηγαίνεις λοιπόν στην Ιαπωνία να τρως για να εκτιμούν και τους τρόπους σου… του αντιγύριζε.
Αν είχε σταματήσει εδώ η εξωστρέφεια του  σώματος του Χάρη ίσως τα πράγματα να ήταν πιο διαχειρίσημα…   Όταν οι ήχοι δεν περιορίστηκαν στον λάρυγγα και στη στοματική κοιλότητα κι άρχισαν να προέρχονται από  πιο χαμηλά  τα πράγματα πήρανε άλλο δρόμο…  Πρώτα ήταν υπόκωφοι θόρυβοι σαν βαλβίδα που χάνει αέρα… Εκείνος  άλλαζε θέση, τάχα αμέριμνος αλλά το  άρωμά του τον  πρόδιδε…
Εκείνη, την πρώτη φορά ένοιωσε άβολα, μπορεί και να κοκκίνισε…  Ντράπηκε, δεν είπε τίποτα…  Όταν το ξανάκανε τον κοίταξε άγρια στα μάτια ελπίζοντας να τον συνετίσει αλλά εκείνος προς μεγάλη της έκπληξη την κοίταξε ακόμη πιο επίμονα και την ρώτησε :
– Συμβαίνει κάτι;
– Αυτό που συμβαίνει, να το κάνεις να συμβαίνει  στο μπάνιο, του  είπε.
– Αν είναι έτσι πρέπει να με φάνε τα δρομολόγια  αντιγύρισε και γελώντας χάθηκε στο διάδρομο, ίσως και να άφησε κάτι πίσω του για επισφράγιση των λόγων του.
Από τότε και μετά οι πρώην εραστές έζησαν σε ένα εμφυλιοπολεμικό κλίμα… Εκείνη ανυπεράσπιστη κι άοπλη, μια  από ντροπή αναγκασμένη  φιλειρηνίστρια  κι εκείνος ένας πάνοπλος μιλιταριστής, να καταλαμβάνει με το έτσι θέλω όλα τα δωμάτια σκάζοντας κωλοβομβίδες κρότου μπόχας  χωρίς λάμψη, αφήνοντάς την λαβωμένη κι άναυδη.
-Γιατί το κάνεις αυτό; Τον είχε ρωτήσει αγανακτισμένη. Μόνο και μόνο από αντίδραση για να με σκάσεις;
-Κάθε άλλο Μαργαριτούλα μου, της είπε μειλίχια…  Εγώ είμαι ένας απολύτως φυσιολογικός άνθρωπος. Τρώω, πίνω, κοιμάμαι… Εκτελώ τις λειτουργίες  μου απολύτως φυσιολογικά… Κι έρχεσαι εσύ με την πουριτανική σου σκέψη και πρακτική να μου πεις, τι να μου πεις… να μου επιβάλεις, ένα  εργοστάσιο με άριστες προδιαγραφές να το υποβαθμίσω, να βουλώσω τα φουγάρα του, να καταστρέψω  τα μηχανήματά του…  Όχι γλυκιά μου, δεν θα το κάνω… Κάνε το  εσύ που μέχρι τώρα  δεν ακούσαμε την… «φωνούλα σου», αν κι εγώ δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να την ακούσω, ακόμα κι αν ήταν φλύαρη…
– Από δω και μπρός θα κοιμάμαι στο παιδικό  του είχε πει  κλείνοντας τη συζήτηση.
Δυο μέρες αργότερα εκείνη  μπροστά στο πάγκο της κουζίνας  έκοβε σαλάτα. Την πλησίασε αθόρυβα – σχεδόν την τρόμαξε – κώλυσε το σώμα του  στο δικό της και της σφύριξε στο αυτί σιγά, τάχα  μυστηριακά – τάχα αισθησιακά (παλιά ξεχασμένα κόλπα).
-Θέλεις να κάνουμε σεξ;
Γύρισε και τον κοίταξε μάλλον ειρωνικά με το αγγούρι στο χέρι.
-Για να παίξεις μουσική χρειάζονται όργανα…
-Μπορείς να αυτοσχεδιάσεις…
-Δεν έχω φαντασία…
-Αν ήταν άλλη, θα μου κάνε χίλια κόλπα…
-Άντε βρες την να στα κάνει, αλλά χωρίς το πορτοφόλι σου, μόνο με την ομορφάδα σου…
Έφαγαν και αφού χάζεψαν λίγο στην τηλεόραση ανταλλάσσοντας ανώδυνα κι αδιάφορα σχόλια χώρισαν για τα δωμάτιά τους. Δεν είχαν περάσει δέκα λεπτά όταν έσπρωξε την πόρτα  και μπήκε στο δωμάτιό της. Πλησίασε και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο.
-Ζήσαμε και θα πεθάνουμε μαζί! Της είπε μελοδραματικά
-Ζήσαμε μαζί αλλά καλά είναι να πεθάνουμε ένας – ένας… Μην ξεχνάς και τη διαφορά ηλικίας … του είπε.
Εκείνος σηκώθηκε ήσυχα και κλείνοντας το φώς της είπε:
-Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις… ποτέ δεν ξέρεις…