Παιχνίδια για τέσσερεις.
Γράφει η Φλώρα Γουγουλιά 
Όταν ήμουν παιδί το όνομα μου δεν μου άρεσε… Αγαπούσα όμως την γυναίκα  χάριν της οποίας μου το έδωσαν… Τη γιαγιά μου! Όταν πήγαινα στο δημοτικό  τα αγόρια με κορόιδευαν Φλώρο κι όπως δεν ήμουν τσαμπουκάς να τους κόψω το βήχα, αυτό με πλήγωνε… Ήμουνα κάπως συνεσταλμένη, δεν  ήμουνα φωνακλού και δεν  μ’ άρεσαν τα παιχνίδια με τα κυνηγητά ούτε ήμουνα αθλητικός τύπος. Όποτε μπορούσα έβρισκα τρόπο να την σκαπουλάρω από τη γυμναστική και μια φορά η δασκάλα, η κυρία Αγγελική με είπε αργοκίνητο καράβι κι όλα τα παιδιά γέλασαν…  Εγώ  κράτησα στην άκρη των ματιών το κλάμα μου για να μην χαρεί η γκιόσα κι από τότε έμαθα να κλαίω όταν δεν θα με έβλεπαν αυτοί που θέλανε για λάφυρο το δάκρυ μου. Της κράτησα κακία για τα δύο επόμενα χρόνια που την είχα δασκάλα κι όταν το φθινόπωρο η μάνα μου, μου έδινε μπουκέτα με χρυσάνθεμα  για να της πάω, εγώ τα πετούσα στη μέση της διαδρομής για το σχολείο  και γυρνώντας στο σπίτι της έλεγα  πόσο πολύ της άρεσαν και πως την ευχαριστούσε.
 Όταν είσαι παιδί  πιο πολύ νοιώθεις παρά καταλαβαίνεις…

Από τις μορφές που κυριάρχησαν στην παιδική ζωή μου αυτή της γιαγιάς μου είναι η ισχυρότερη, μπορώ να πω ότι πολλές φορές επισκίαζε κι αυτή της μάνας μου. Ήταν μια γυναίκα μικρόσωμη με σκούρα επιδερμίδα, βαθειά σκούρα μάτια, βαθειά ψυχή κι ένα ποτάμι ασημένια μαλλιά που χύνονταν από την κορφή του κεφαλιού μέχρι την πλάτη και πλέκονταν κάθε μέρα με επιμέλεια σε δυο πλεξούδες που το στεφάνωναν . Άμα  άφηνες κάτω τα μαλλιά και  της έβαζες κάνα δυο χαϊμαλιά μπορούσε άνετα να ενσαρκώσει αρχηγό ινδιάνικης φυλής σε ταινία γουέστερν. Θα πρέπει να γεννήθηκε γριά, κάτι σαν τον Μπέντζαμιν Μπάτον, γιατί και σε  κάνα – δυο παλιότερες φωτογραφίες που την είχα δει ήτανε ίδια…

Αν αγαπώ το καλοκαίρι το αγαπώ εξ αιτίας ενός μοναδικού καλοκαιριού που έζησα μαζί της στη Νέα Κίο στην Πελοπόννησο, σε ένα μικρό σπιτάκι, που είχε πάρει από προσφυγικό κλήρο. Ήταν μεσοτοιχία με το διπλανό, μια μικρή αυλίτσα υπήρχε μπροστά του κι ένα μπαξές αρκετά μεγάλος πάρα μέσα. Άνοιγες την ξύλινη πόρτα του και στο πρώτο από τα δυο όλα κι όλα δωμάτια πατούσες σε ένα πάτωμα από γυαλιστερό- λείο τσιμέντο που έμοιαζε σαν φρέσκο λειωμένο μολύβι που νόμιζες πως μόλις πατήσεις θα λιώσει το παπούτσι σου και θα μαρμαρώσεις… θα μείνεις καθηλωμένος εκεί. Μ΄ άφησαν οι γονείς μου εκεί μετά από παρακάλια και μουλαρώματα, που δεν ήθελα να πάω μαζί τους διακοπές στην  Κρήτη… (δεν είναι φυσιολογικό αυτό το παιδί, έλεγαν…)
Ξύπναγα νωρίς το πρωί, φαρδιά πλατιά στο σιδερένιο διπλό κρεβάτι της που μου είχε παραχωρήσει (εκείνη κοιμόταν σε ένα μικρό ράντζο στη διπλανή κουζίνα (μια χούφτα ήταν το κορμί της και δεν το ‘χε συνηθίσει στην πολυτέλεια) κι έτρεχα να πλυθώ στη κόκκινη τουλούμπα του κήπου ανεβοκατεβάζοντας την τρόμπα για να ξεχυθεί το κρύσταλλο νερό που θα ενεργοποιούσε το κορμί μου. Μου έφερνε μια κούπα γάλα που  ποτέ δε μ’ άρεσε και τις περισσότερες φορές το έχυνα στη ζούλα κι ένα πιάτο με δυό αυγά μάτια τηγανισμένα με φρέσκο βούτυρο, σε ένα μαύρο παλιό τηγανάκι με ένα δυσανάλογο με το μέγεθός του μακρύ χερούλι που το έβαζε επάνω  στο πετρογκάζ και μύριζε ο αέρας παράδεισο σαν έπαιρνε να τσιτσιρίζει το βούτυρο.
Την πρώτη μέρα που ξύπνησα δεν την είδα στην κουζίνα, ούτε στον μπαξέ και τρόμαξα… Έβαλα να φωνάζω: Γιάγιοοο!!! Γιάγιοοο!!! (έτσι την έλεγα… ήτανε ξεχωριστή για μένα… ξεχωριστό και τ’ όνομά της…). Τότε σάλεψαν οι θεόρατες μπάμιες και έκαναν χώρο να περάσει στεφανωμένη με τα κίτρινα άνθη τους, μεγαλόπρεπη η μικρόσωμη  βασίλισσά μου ντυμένη με τα χιλιοτρυπημένα παλιοπουκάμισα του συχωρεμένου του παππού κι αντί για στέμμα φόραγε ένα ψαθί και δεν ξέρω γιατί μου θύμιζε τόσο πολύ τον  Τόμ  Σώγερ κι όχι γριά γυναίκα… Έτρεξα και χώθηκα στην αγκαλιά της. Μ΄ έσφιξε μέσα κι είπε σιγά :
-Εδώ είμαι γιαβρί μου…
Όταν κόντευε το μεσημέρι έβαλε το μαγικό της τηγάνι πάνω στη φωτιά και τσιγαρίστηκε μέχρι που καραμέλωσε το κρεμμύδι. Έβαλε στο παιχνίδι τις μπάμιες, για να ‘ρθουν παρέα και οι κατακόκκινες φρεσκοκομμένες ντομάτες με τα σκόρδα και την  πράσινη βροχή από μακεδονήσι  να δέσουν όλα μαζί σε μια πανδαισία χρωμάτων και μυρουδιών. Στρώθηκε  το μικρό τραπέζι από φορμάικα με τα κίτρινα λουλουδάκια. Γέμισαν τα φτωχικά  πιάτα με τα  παράταιρα σχέδια και τα αδειάσαμε στο πι και φι σφουγγίζοντας τα με την τελευταία μπουκιά του ζυμωτού ψωμιού.
Σαν ερχότανε η ώρα του μεσημεριανού ύπνου, επειδή τα παράθυρα δεν είχαν πατζούρια, η γιαγιά κάλυπτε τα παραθυρόφυλλα με μπλε κόλλες νάιλον που πουλούσαν γι’ αυτή τη χρήση. Τότε στο δωμάτιο  ξεχυνόταν η μπλε ανταύγεια  τους που το έκανε να μοιάζει με πισίνα καθώς στο ταβάνι  έκαναν ρυτίδες νερού οι λαθραίες ακτίνες του ήλιου στο αντιφέγγισμά τους. Εγώ,  με το άσπρο βρακί και το φανελάκι, με χέρια και πόδια ανοιχτά, ένας  ολοζώντανος αστερίας στο βυθό της, να ακούω τα τζιτζίκια που ξελαρυγγιάζονταν και τέλος να κοιμάμαι μέχρι τ’ απόγεμα. Κάθε Τετάρτη και Κυριακή, ολόκληρο το μήνα που έμεινα μαζί της πηγαίναμε στο θερινό σινεμά και βλέπαμε ελληνικές ταινίες. Τότε μου έπαιρνε μια ρόκα ψημένο καλαμπόκι και μου έλεγε να πάω να καθίσω με τα άλλα παιδιά αλλά εγώ δεν πήγαινα γιατί νόμιζα ότι θα στενοχωριόταν άμα την άφηνα μόνη.
Η γιαγιά μου ήταν μαγική… Δύο φορές αναστήθηκε… Η πρώτη ήταν εκείνο το καλοκαίρι… Ήταν Σάββατο απόγευμα.  Είχα κάνει μπάνιο έξω στη βρύση και ήταν η σειρά της να πλυθεί.
-Σήμερα θα σου λούσω εγώ τα μαλλιά και θα σε χτενίσω, της είπα και δεν μου έφερε αντίρρηση.
Την κάθισα στο χαμηλό σκαμνί και με το κατσαρολάκι της έριχνα νερό και την έλουσα. Πήγαμε μέσα και καθισμένη όπως την είχα στην καρέκλα  της σφούγγισα καλά- καλά τα ασημένια μαλλιά και πήρα να χτενίζω μια- μια τις ασημένιες τούφες με φόβο μήπως την πονέσω. Την χτένιζα  κι έβλεπα το ροδαλό δέρμα του κρανίου και τους αναρίθμητους θύλακες των τριχών που από μέσα ξεπετάγονταν οι ασημένιοι κορμοί των άφυλλων  δέντρων… Τότε άναψε σαν λυχνία στο μυαλό μου η ιδέα  να ολοκληρώσω την περιποίηση με την κολόνια Μυρτώ που μου είχε βάλει η μάνα στο βαλιτσάκι. Την άνοιξα  και σε κάθε πλέξιμο της κοτσίδας  έριχνα σε αφθονία τα άνθη της λεμονιάς  ώσπου η γιαγιά δεν μου μιλούσε πια, μόνο άρχισε να γέρνει, ώσπου στις τελευταίες στάλες του μπουκαλιού έπεσε κάτω από την καρέκλα  δίχως να κάνει ούτε ένα αχ…
-Γιάγιο σήκω να δεις στον καθρέφτη τι όμορφη σ’ έκανα.. Σήκω σου λέω… και δώστου να την σκουντάω… Τίποτα εκείνη… με το στόμα μισάνοιχτο, δίχως πνοή, δίχως βόγγο…
-Κυρία Κυριακούλα, κυρία Κυριακούλαααα!!! Φώναζα και χτύπαγα με τα δυο χέρια την πόρτα της γειτόνισσας. Τρέξτε η γιαγιά μου πέθανε…
Έτρεξαν …Μπήκαν στο δωμάτιο, είδαν στο πάτωμα το μπουκάλι, μύρισαν τη διάχυτη λεμονίλα και τη πήραν σηκωτή έξω για να μου την παραδώσουν μετά από λίγο ζωντανή, λίγο χλωμή, τόσο γλυκιά μες’  στην αγριάδα του προσώπου της να ανοίγει την αγκαλιά της για να χωθώ μέσα, σαν να είχα φτάσει στο σπίτι μόλις εκείνη τη στιγμή.
Στο τέλος του δρόμου που βρισκότανε το σπίτι της γιαγιάς υπήρχε ένα ανάχωμα. Μ΄ άρεσε να το ανεβαίνω και να περπατάω κατά μήκος του  μικρού δρόμου που σχημάτιζε και  να βλέπω από κάτω το ξεροπόταμο με τα λιγοστά νερά που κατευθυνόταν ίσα στη θάλασσα. Κάτω δεξιά, δεν ξέρω αν το θυμάμαι ή αν το φαντάζομαι, φαινόταν αχνά μια λωρίδα της. Δεν με είχε πάει καμιά φορά για μπάνιο, αλλά με πήγε δυό φορές μόλις έπεσε το βραδάκι στου Βαρσαμή το μαγαζί, που ήτανε καφενείο το πρωί και το βράδυ ήτανε ταβέρνα κι είχαμε φάει αθερίνα κι είχε πιεί η γιαγιά ούζο κι εγώ πορτοκαλάδα κι όταν γυρίσαμε στο σπίτι η γιαγιά τραγουδούσε καθισμένη στο σκαμνί, εκεί, πίσω στο μπαξέ, τούρκικα τραγούδια που εγώ δεν καταλάβαινα καθόλου αλλά ένοιωθα ότι ήταν στενόχωρα γιατί εκείνη αναστέναζε ανάμεσα στα στιχάκια.
Μετά πούλησαν οι γονείς μου το σπίτι στην Κίο και η γιαγιά έμεινε μαζί μας στην Αθήνα. Έμενε σε ένα ξέχωρο μικρό σπιτάκι δίπλα στο δικό μας. Κάθε μέρα την έβλεπα,  τη μύριζα, την φιλούσα… Ποτέ δεν την ρώτησα για τα παλιά, για την πατρίδα της, για τα παιδικά της χρόνια…
Νόμιζα ότι θα είχα όλο το χρόνο μπροστά μου, ότι θα τη είχα για πάντα. Την έβλεπα συχνά τα βράδια  να  γυρνά με το φανελένιο νυχτικό της μπροστά σε μια παλιά εικόνα και να λέει πάντα την ίδια προσευχή με τα σπασμένα ελληνικά… Δίχως φώς καντηλιού, χωρίς θυμιατήρι… Αυτή, που δεν πήγαινε στην εκκλησία… Σταύρωνε τα χέρια κι άρχιζε :
-Πέφτω κάνω το σταυρό μου
Προσκυνώ τον κύριο μου
Δούλος του θεού λογούμε
Και κανέναν δεν φοβούμαι…
Δέσποινα Παντω(ν)δέσποινα    (το ν το ‘τρωγε)
Και του θεού μητέρα
Φύλαγε μας τη νύχτα και τη μέρα.
Καλό ξημέρωμα.
Παρά την προσευχή, ένα βράδυ του χειμώνα που ακόμα η σόμπα πετρελαίου δεν είχε σβήσει, η γιαγιά είδε λέει ολοζώντανο τον εξαποδό να κάθεται πάνω στο καπάκι της και να την κοιτάει με κατακόκκινα μάτια. Είπε πως πολύ φοβήθηκε αλλά δεν του το έδειξε και τον κοίταξε κι αυτή ίσα στα μάτια κι είπε από μέσα της την προσευχή κι αμέσως εξαφανίστηκε ο τρισκατάρατος.
Ενώ περνούσαν οι μέρες οι μήνες και τα χρόνια και μεγαλώναμε κι εγώ κι η γιαγιά, μια μέρα  στα καλά καθούμενα, σαν σήμερα το θυμάμαι, φακές τρώγαμε, όταν η γιαγιά γούρλωσε τα μάτια και τέντωσε τα χεροπόδαρα. Πανικός… Η μάνα μου να φωνάζει και να τη σκουντάει  κι εκείνη χαμπάρι να μην παίρνει… Άρχιζε να παίρνει χρώμα μπλαβί κι η μάνα μου έκανε μεγάλη προσπάθεια και τέλος κατάφερε να της ανοίξει το στόμα και να πάρει ανάσα…  Αυτή νομίζω πως ήταν η δεύτερη ανάσταση, αφού οι γιατροί στη συνέχεια της βρήκαν έναν όγκο στον οισοφάγο  που θα μπορούσε να την είχε αφήσει στον τόπο. Απόμακρος έρχεται στα αφτιά μου ο ήχος της φωνής της μια μέρα που την πηγαίναμε σε ένα νοσοκομείο κάπου προς την Πεντέλη και καθόμασταν οι δυό μας στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου και εκείνη τραγουδούσε :
Μες της Πεντέλης τα βουνά
Στα πεύκα τριγυρίζω
Το χάρο ψάχνω για να βρω
Μα δεν τόνε γνωρίζω.
Δεν τον γνώρισε ούτε κι εκείνη τη χρονιά, αλλά πολλά χρόνια αργότερα …
Στο μικρό καμαράκι της είχε πάντα ένα μπουκάλι ούζο. Παρόλο που φορούσε μασέλα, επικαλούνταν πονόδοντο, όλο κάτι την πονούσαν τα ούλα κι έκανε μεγάλα μπουκώματα  με ούζο που κατέληγαν στο στομάχι της . Κάπου – κάπου κάπνιζε και κανένα τσιγάρο. Δεκάξι χρονών μαζί της κάπνισα το πρώτο  μου τσιγάρο.
-Μην καπνίζεις πολλά, θα μαυρίσουν τα τζιέρια σου μου έλεγε.
Από τότε όποτε ήθελα πήγαινα εκεί και κλείναμε το πορτάκι και καπνίζαμε μαζί από ένα.
-Άναψε και το δικό μου, μου έλεγε, για να γίνει πιο γλυκό.
Τώρα γιαγιά κι εγώ όταν έρχεται η εγγονή μου  η Φλώρα, την αφήνουν οι γονείς της  να έρθει να χτυπήσει την πόρτα. Δεν φτάνει το κουδούνι, χτυπάει με τα δυο χεράκια της την πόρτα και φωνάζει: Γιάγιοοο!!!
Στέκομαι για λίγα δευτερόλεπτα μπροστά στην κλειστή πόρτα. Πίσω της είναι η μικρή Φλώρα και νοιώθω σα να κρατάει  εμένα  από το χέρι μικρό παιδί…  Από την άλλη μεριά είμαι εγώ και νοιώθω να κρατάω από το χέρι  τη Γιάγιο μου….
Ανοίγω την πόρτα και την αγκαλιά μου κι αμέσως αρχίζουν παιχνίδια για τέσσερεις.