Με των φύλλων το θρόισμα.
 Γράφει η Φλώρα Γουγουλιά
Όταν φυτέψαμε την λεύκα δεν ξέραμε πόσο εγωίστρια είναι… Χωρίσαμε τον κήπο στη μέση. Την φυτέψαμε στο κέντρο αφήνοντας πίσω της τον μπαξέ όπως ήταν από παλιά. Την φροντίσαμε σαν μικρό παιδί κι αυτή μεγάλωνε, μεγάλωνε, πίνοντας λαίμαργα το νερό, πιάνονταν γερά απ’ το χώμα, ρουφούσε αχόρταγα τον ήλιο και τον αέρα, ώσπου σιγά – σιγά  οι ρίζες της απλώθηκαν σαν πλοκάμια γιγάντιου χταποδιού οριοθετώντας την κυριαρχία της.
Το γκρίζο κορμί της ορθώθηκε περήφανο, χοντρά μπράτσα τα κλαδιά της διακλαδώθηκαν σε δεκάδες χέρια με φυλλωσιές που υψώνονταν να αγγίξουν τον ουρανό.
Μάταια φυτεύαμε  τις ντομάτες, τις μελιτζάνες, τις πιπεριές και τις αγγουριές. Τις άφηνε για λίγο να πιστέψουν ότι βρήκαν την γη τους και μετά με βάναυσο τρόπο τις αφυδάτωνε, έπεφτε πάνω τους ρίχνοντας τον βαρύ ίσκιο της μέχρι την άλλη άκρη του κήπου, τις στραγγάλιζε με τις ρίζες της, ψιθυρίζοντας  με κάθε σάλεμα των φύλλων στο άγγιγμα του αέρα: «Εγώ, μόνο εγώ!»
Οι τελευταίες ατροφικές  ντομάτες έγιναν πιο κόκκινες από την ντροπή τους, οι μελιτζάνες μελάνιασαν από το κακό τους κι εμείς βρεθήκαμε μπροστά στο δίλλημα : λεύκα ή μπαξές.

Κέρδισε εκείνη…
Τώρα καμαρώνει αγέρωχη. Σκυθρωπή τους χειμώνες, μα μόλις έρχεται η άνοιξη… φουντώνει μέσα στο καινούριο πράσινο φουστάνι της, έτοιμη θαρρείς να χορέψει, εκεί στη μέση από το γρασίδι, σφυρίζοντας σκοπούς, προκαλώντας σε να τους ντύσεις με λόγια, να νοιώσεις  τη ζέστη του ήλιου στο φλοιό της, να ακούσεις την ξύλινη καρδιά της, πώς κτυπά…
Και τα καλοκαίρια… αχ τα καλοκαίρια…  Σκιάζει και μας προσκαλεί να αράξουμε κάτω από τα κλαδιά της, τα  πρωινά των Σαββάτων ή των Κυριακών, όταν με τον καφέ στο χέρι και χορτασμένοι από ύπνο κατεβαίνουμε στον κήπο για να τεμπελιάσουμε καθισμένοι στο πέτρινο πεζούλι που περιτριγυρίζει τον κορμό της σαν στρίφωμα από φουστάνι.
Κι ο σκύλος να  μας φέρνει την μπάλα του παρακινώντας μας να του την πετάξουμε για να αρχίσει το παιχνίδι και το τρεχαλητό κι εμείς να βαριόμαστε και να μιλάμε«περί ανέμων και υδάτων», ώσπου απελπισμένος να ξαπλώνει ανάσκελα ξεφυσώντας την απογοήτευση του.
Όταν ο ήλιος ανεβαίνει,ώρα για τσίπουρο!   Καρέκλες και τραπέζια επιστρατεύονται κι απλωνόμαστε στον άπλετο  χώρο  που μας δίνει η πράσινη ομπρέλα της. Μας κοιτάει υπεροπτικά από το πιο ψηλό σημείο της και κουνώντας ελαφρά τα φύλλα της μας λέει : «αν δεν  ήμουν εγώ…» Και σαν  να την έχουμε ακούσει, κάνουμε όλοι τη διαπίστωση της ομορφιάς της κι αυτή γίνεται ολοένα και πιο φιλάρεσκη, πιο κτητική, πιο εγωίστρια.
Τα βράδια του καλοκαιριού, του φεγγαριού τ’ ασήμι  μπερδεύεται με αυτό των φύλλων της, το σκοτάδι παίζει με τις σκιές κι ο αέρας  έχει δύσπνοια.  Τα τζιτζίκια έχουν βουβαθεί αποκαμωμένα, κάτι τριζόνια και γρύλοι πιάνουν το μονότονο τραγούδι τους, όταν καταφτάνουν οι πυγολαμπίδες στα κλαδιά της, κι αυτή τις φοράει σαν κολιέ με πέρλες. Μια  γλυκιά ησυχία, η άρκτος με τ’ άστρα της  στη θέση της, άλλες παρέες αστεριών εδώ και κει… Μια κουτσομπόλα κουκουβάγια από τη στέγη κοντινού σπιτιού παρατηρεί…
Ένα αεροπλάνο με το κόκκινο φώς του ν’ αναβοσβήνει…
-Το βλέπετε; Ρωτάει πάντα ο Δημήτρης απλώνοντας το χέρι και δείχνοντας τον ουρανό. Που να πηγαίνει άραγε… Αχ και να ήμουνα μέσα…
Όταν παίρνει ο Γιάννης την κιθάρα, σβήνουμε όλα τα φώτα… Ανάβουμε διάσπαρτα κεριά εδώ και κει… Ο Βασίλης φέρνει παγωμένες μπύρες… η Έλενα ανάβει τσιγάρο… ο Γιάννης τραγουδάει σιγά, κοιτάζοντας  με τα γκρίζα του μάτια μια την παρτιτούρα – μια εμάς. Σκαλώνει το βλέμμα στα μάτια της Χρύσας. Ένα μικρό χαμόγελο… Ζεσταίνεται η ατμόσφαιρα, ανεβαίνουν οι τόνοι…
Τραγουδάμε όλοι μαζί, τραγούδια που τα έχουμε χιλιοπεί, με κορώνες  και με φάλτσα, γελώντας  κάποιες στιγμές με τις απίστευτες «εκτελέσεις» μας απολαμβάνουμε τη συναυλία μας, περνώντας από το ένα τραγούδι στο άλλο.
Και πάντα φτάνει η στιγμή που ο Γιάννης αρχίζει ένα απ’ τα αγαπημένα του,  μας κοιτάει με νόημα… Σιωπή… Τραγουδάει σιγά, χάνεται μέσα στα στιχάκια… Τελευταία στροφή, τελευταία λέξη… Οι τελευταίοι φθόγγοι, δυο σταγόνες στην άκρη των ματιών. Οι καρδιές μας γίνονται αργαλειοί. Ακούω : τακ – τακ… υφαίνουν μια χνουδάτη κουβέρτα… κεντίδια με σκέψεις  κι αισθήματα… πόσα χρώματα μέσα στη νύχτα !!!… Κοίτα πως μας τυλίγει όλους…
…Έτσι περνούν τα  καλοκαιρινά βράδια. 
Τις μέρες τις μοναχικές, κάτι δειλινά που ο αέρας έχει ρεπό, η λεύκα στέκει ασάλευτη… κι εγώ το ίδιο… Μονάχα ένας στίχος σέρνεται μέσα στην ψυχή μου…
«Αχ ζωή μάγισσα… να σε μάθω άργησα….»…