Ήταν Κυριακή 25 Μάρτη 1973 όταν αργά το απόγευμα στον κινηματογράφο «ΟΡΦΕΥΣ» των Γόννων, δίνεται η πρεμιέρα του θεατρικού έργου «Ο Κατσαντώνης» ή με την πλήρη περιγραφή του ” Το τίμημα της Λευτεριάς ” του Γ. Θεοτοκά.

Την όλη οργάνωση και σκηνοθεσία της παράστασης είχε ο φιλόλογος – καθηγητής της Στ’ τάξης του εξαταξίου Γυμνασίου Γόννων, Γιώργος Καλογρής, ενώ τα σκηνικά του έργου ζωγράφισε ο Γοννιώτης λαϊκός ζωγράφος, Θεόδωρος Μαλλιόπουλος.

Ερασιτέχνες ηθοποιοί οι μαθητές της Στ’ τάξης του Γυμνασίου Γόννων, οι οποίοι κατά αλφαβητική σειρά ήταν οι : Νίκος Αντωνίου, Γκούθας Τάκης, Γιώργος Γουγουλιάς, Δημήτρης Γουγουλιάς, Στέργιος Δεδικούσης, Γιάννης Ζιώγας, Βασιλική Καράνη, Σταυρούλα Κολτσίδα, Θανάσης Κουφορίζος, Χρήστος Μάντζαρης, Στέργιος Μήλιος, Μπάμπης Μπουλώτας, Γιάννης Μπούμπουλης, Γιάννης Πετρωτός, Λάζαρος Πλιάτσικας, Θωμάς Σαρμανιώτης, Δήμητρα Σωτηρίου, Ζήσης Τζίκας, Γεωργία Τσιούρβα, Αστέριος Τσιούρβας, Βασίλης Τσιρώνης και ίσως ένας – δύο που δεν τους θυμάμαι τώρα.

Δόθηκαν, αν θυμάμαι καλά, δύο ή τρεις παραστάσεις ενώ είχαν προγραμματιστεί και παραστάσεις στο κινηματοθέατρο «ΓΑΛΑΞΙΑΣ» της Λάρισας, οι οποίες δεν έγιναν ποτέ. Ο λόγος ήταν ο τότε δεσπότης της Λάρισας, ο οποίος παρακολούθησε την πρεμιέρα της παράστασης στους Γόννους και εξέφρασε την δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι στο σενάριο του έργου, τον Κατσαντώνη πρόδιδε στους Τούρκους ένας καλόγηρος. Απαίτησε τότε να αλλάξει η υπόθεση του έργου, πράγμα που δεν έγινε ποτέ, όπως και οι παραστάσεις στη Λάρισα…
Όσο για την πενθήμερη εκδρομή, που θα πηγαίναμε με τα χρήματα από τις παραστάσεις, αυτή δεν έγινε ποτέ γιατί εκείνη τη χρονιά πνίγονται σε εκδρομή στην Κρήτη, αν δεν κάνω λάθος, τρεις μαθήτριες και όλες οι εκδρομές ακυρώνονται. Τα δε χρήματα των παραστάσεων γίνονται δωρεές σε ιδρύματα της Λάρισας.

 

Λίγα λόγια για τον Κατσαντώνη από την wikipedia.org :
Σύμφωνα με την παράδοση, καταγόταν από το Βασταβέτσι (νυν Πετροβούνι) της Ηπείρου, από σαρακατσαναίϊκη οικογένεια. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αντώνης Μακρυγιάννης. Ο Γιάννης Μακρυγιάννης, ο πατέρας του Κατσαντώνη, καταγόταν επίσης από το Βασταβέτσι. Επειδή όμως ο Γιάννης Μακρυγιάννης είχε αναπτύξει κλέφτικη δράση, πήγε και εγκαταστάθηκε τελικά στο Μάραθο (Μύρισι) Αγράφων Ευρυτανίας όπου παντρεύτηκε την Αρετή, κόρη του επίσης ξακουστού κλεφτοκαπετάνιου στα Άγραφα, Βασίλη Δίπλα. Το ζευγάρι απέκτησε τρία αγόρια: πρώτο τον Αντώνη (Κατσαντώνη), ο οποίος γεννήθηκε το 1775 στο Μάραθο, τον Κώστα Λεπενιώτη, που γεννήθηκε στη Λεπενού Αιτωλοακαρνανίας, εξ ου και το επώνυμό του, και τον Γιώργο Χασιώτη, που γεννήθηκε στα Χάσια, απ΄ όπου και το επίθετό του.
Αρκετοί άλλοι μελετητές αναφέρουν πως το ζευγάρι είχε έναν ακόμη γιο, τον Χρήστο ή Κούτσικο, που πέθανε φυλακισμένος από τους Τούρκους στα Μετέωρα, καθώς και μια κόρη, την Κατερίνα, που παντρεύτηκε κατόπιν στο χωριό Βελαώρα των Απεραντίων αλλά δεν είναι γνωστό με ποιον.
Πριν ξεκινήσει την επαναστατική του δράση ήταν βοσκός στο κοπάδι του πατέρα του και είχε γυρίσει όλα τα βουνά των Αγράφων. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές παντρεύτηκε μια τσελιγκοπούλα που ονομαζόταν Αγγελική Δράκου και έκανε μαζί της έναν γιο, τον Αλέξανδρο, αλλά οι πληροφορίες για αυτούς είναι λιγοστές και δεν έχουν εξακριβωθεί. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση ο Κατσαντώνης έμενε με τους γονείς του στη Λεπενού, όταν καταγγέλθηκε (το 1800 ή 1802), άδικα κατά κάποιους, στον Αλή Πασά, από κάποιον Γιάγκο Καραγκούνη, πως όλη η οικογένεια του Γιάννη Μακρυγιάννη προέβαινε σε συστηματική ζωοκλοπή σε όλη την ευρύτερη περιοχή. Τότε ο Αλή Πασάς διέταξε τη σύλληψή του μαζί με τον γιο του, τον Κατσαντώνη οι οποίοι και οδηγήθηκαν στις φυλακές των Ιωαννίνων.
Έναρξη συμπλοκών : Ο Κατσαντώνης ορκίσθηκε τότε να ξεπλύνει τη ντροπή της οικογενείας του με τα όπλα, παρατώντας τη βοσκή. Έτσι αφού σκότωσε τον «μπουλούκμπαση» Γιάγκο Καραγκούνη, επιδόθηκε εν συνεχεία σε ληστείες και κλοπές, στην αρχή κατά των χαρατζήδων (δηλ. αυτών που εισέπρατταν τους φόρους για λογαριασμό των Τούρκων) και των σπαχήδων (εξισλαμισθέντων στρατιωτών ιππέων) του Αλή Πασά. Ο Αλή Πασάς, όταν το έμαθε, προκειμένου να τον εκφοβίσει διέταξε για δεύτερη φορά τη σύλληψη του πατέρα του, τη δήμευση της περιουσίας του και την πυρπόληση της οικίας του. Αλλά ενώ ο πατέρας του Κατσαντώνη μαζί με κάποιους εκ των συγγενών του πέθαινε στις φυλακές της Άρτας, ο Κατσαντώνης ενισχύθηκε με ομάδες κλεφτών των αδελφών του Λεπενιώτη και Χασιώτη καθώς και μ΄ εκείνων των Δίπλα και Τσόγκα, οπότε και άρχισε ένας αμείλικτος αγώνας μεταξύ των Δερβεναγάδων του Αλή και των παραπάνω συμμοριών, με κύρια θέατρα συμπλοκών τα Άγραφα, τον Βάλτο, το Ξηρόμερο και άλλες περιοχές.
Αντ’ αυτών, ο ιστορικός Φραγκίστας περιορίζοντας τα γεγονότα κατά το επιεικέστερο επί των παραδόσεων, αναφέρει πως ο Κατσαντώνης, στα εικοσιπέντε του χρόνια, (1802) εγκατέλειψε τον ποιμενικό βίο και έγινε κλέφτης, έπειτα από κάποιο περιστατικό που του συνέβη με έναν Τούρκο. Είχε συλληφθεί και αφού δάρθηκε από ένα μπουλούκμπαση με την κατηγορία της ζωοκλοπής, αφέθηκε ελεύθερος αφού κατέβαλε πολλά λύτρα. Μόλις ο Κατσαντώνης απελευθερώθηκε, σκότωσε τον μπουλούκμπαση και υποχρεώθηκε έτσι, φυγοδικώντας, να στραφεί στην κλέφτικη ζωή. Εντάχθηκε στην ομάδα του παππού του Δίπλα, που λέγεται κατά την παράδοση ότι ήταν και νονός του. Αργότερα τον ακολούθησαν και τα δυο μικρότερα αδέρφια του, ενώ χάρη στις ικανότητες του Κατσαντώνη ο Δίπλας αύξησε τη δύναμη του ασκεριού του και όταν σε προχωρημένη ηλικία ένιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, παρέδωσε τα ηνία της ηγεσίας της κλεφτουριάς των Αγράφων στον εγγονό του Κατσαντώνη. Ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων εξόντωσε την οικογένειά του, μόλις έμαθε ότι το αρματολίκι των Αγράφων ξεσηκώνεται εναντίον του από τον Κατσαντώνη, και αυτός με τη σειρά του για να τον εκδικηθεί, εξόντωσε πολλούς Τουρκαλβανούς σε διάφορες ενέδρες και μάχες. Τον Μάιο του 1808 έφερε μια τιμητική διάκριση για τον Κατσαντώνη, αφού είχε σκοτώσει τον Βεληγκέκα, γνωστό από το θέατρο Σκιών.
Συνδιαλλαγή : Εκείνη την περίοδο είχε ξεσπάσει παράλληλα και ο σφοδρός διωγμός των λεγομένων Ασίζηδων και Ζορμπάδων (κλεφτών) οι οποίοι κι αυτοί είχαν καταφύγει ομοίως στα Άγραφα. Έτσι ο Αλή Πασάς μετά τον ατελέσφορο μέχρι τότε αγώνα προσπάθησε με χρηματισμό να διασπάσει την ενωμένη κλεφτουριά των Αγράφων. Σ΄ εκείνη λοιπόν τη πρόσκληση ο Κατσαντώνης απαίτησε 300 «λουφέδες» (=μισθούς, για τα ισάριθμα παλικάρια του). Ο Αλής δεν δέχθηκε και οι συγκρούσεις άρχισαν ακόμη σφοδρότερες από τον Βάλτο μέχρι το Πήλιο. Στη δεκαετία του 1790 – 1800 ο Κατσαντώνης απέκρουσε όλες τις εναντίον του επιχειρήσεις των τουρκαλβανών όπως του Χασάν Τζαπάρη και Σουλεϊμάν Μπότα, αδελφούς του περιβόητου σιλιχτάρη του Αλή Πασά. Πράγματι την εποχή εκείνη ο Κατσαντώνης αποτέλεσε την ψυχή της κλεφτουριάς. Έτσι το 1808 φόνευσε ο ίδιος και τον Βεληγκέκα, έναν από τους στρατηγούς του Αλή Πασά στη Μάχη του Προσηλιάκου που είχε εκστρατεύσει κατά της κλεφτουριάς και πίστευε προηγουμένως πως θα έφερνε το κεφάλι του Κατσαντώνη στα Γιάννενα. Μετά την εξόντωση των Σουλιωτών (1804), ο Αλή Πασάς επεδίωξε νέα συμφωνία με τον Κατσαντώνη όπου αυτή τη φορά τον έπεισε, δεδομένου ότι η υγεία του δεύτερου είχε κλονισθεί ήδη σοβαρά.
Εθνική συνείδηση : Την περίοδο αυτή ο Κατσαντώνης κλήθηκε από τους Ρώσους προκειμένου να καταταχθεί στα ρωσικά στρατεύματα της Επτανήσου. Αυτός όμως αρνήθηκε, θεωρώντας την παρουσία του αναγκαιότερη στ΄ Άγραφα. Στη συνέχεια, το 1807, προσκλήθηκε από τον προύχοντα της Επτανήσου Ιωάννη Καποδίστρια, μετέπειτα κυβερνήτη της ελεύθερης Ελλάδος, που πραγματοποίησε στη Λευκάδα «Συνέλευση των Κλεφταρματολών», αναγνωρίζοντας τον Κατσαντώνη ως Γενικό Αρχηγό των Κλεφτών στη Δυτική Ελλάδα, προκειμένου να σώσουν τη Λευκάδα από την απληστία του Αλή Πασά ή το πιθανότερο από την εντολή που είχε πάρει εκείνος από την Υψηλή Πύλη της εκδίωξης των Ευρωπαίων από τα παράλια του Ιονίου. Στη συνάθροιση εκείνη που έσπευσε ο Κατσαντώνης πείθοντας και τ΄ αδέλφια του να εγκαταλείψουν τις καπεταναρίες, συμμετείχαν επίσης ο Φώτος Τζαβέλας, ο Κίτσος Μπότσαρης, ο Νικόλαος Περραιβός, οι Μπουκουβαλαίοι, ο Νότης Μπότσαρης, τα αδέρφια Κώστας και Γιώργος Στράτος, καθώς και ο Μήτσος Κοντογιάννης. O ιστορικός Δημήτριος Φωτιάδης αποκαλεί το σώμα του Κατσαντώνη ως «Στρατιωτική Ακαδημία του Κλεφτοπολέμου» καθώς από το ασκέρι του πέρασαν οι Γιώργος Χασιώτης, Κώστας Λεπενιώτης, ο Δήμος Τσέλιος, ο Γιώργος Τσόγκας και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Τότε ο Κατσαντώνης ορκίσθηκε να εργαστεί υπέρ της Παλιγγενεσίας, επιδεικνύοντας πλέον εθνική συνείδηση, και τάχθηκε υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Το τέλος : Επανερχόμενος ο Κατσαντώνης στα Άγραφα, ήδη προσβεβλημένος από ευλογιά από παιδική ηλικία αποσύρθηκε των περιπετειών, το καλοκαίρι του 1809. Παρά τις προσπάθειες του γιατρού του, Θανάση Ντουφεκιά, η κατάσταση του ήταν μη αναστρέψιμη. Έτσι μαζί με τ΄ αδέλφια του και τεσσάρων συντρόφων του διέμενε κρυμμένος στο σπήλαιο Φούρκα της Ευρυτανίας, στο χωριό «Μοναστηράκι» των Αγράφων σε μια άγρια και δυσπρόσιτη περιοχή[2]. Εκεί τον περιποιούνταν ο γιατρός του Ντουφεκιάς και για την ασφάλειά του άφησαν 5 κλέφτες με τον Γιώργο Χασιώτη επικεφαλής. Το πολεμικό σώμα του Κατσαντώνη ανέλαβε να διοικεί ο άλλος του αδερφός, ο Κώστας Λεπενιώτης.
Ο τόπος απόκρυψης του Κατσαντώνη, τελικά, προδόθηκε στον Αλή Πασά (από κάποιον Γκούρλια ή από έναν καλόγερο ή από μια γριά που πουλούσε βότανα για μαγγανείες ή ακόμη από έναν φίλο του Κατσαντώνη που ονομαζόταν Σιούρτας και παρά τη θέλησή του υποχώρησε ,ύστερα από βασανιστήρια). Τότε, ο Αλή Πασάς έστειλε τον έμπιστό του μουχουρντάρη (=σφραγιδοφύλακα) Άγο Βαστάρη με 800 άνδρες να τον συλλάβει. Ενώ αρχικά δεν εντοπιζόταν το σημείο απόκρυψης, κάποιοι βρήκαν τον βοσκό, ο οποίος μετά από θηριώδη βασανιστήρια αποκάλυψε το σημείο του σπηλαίου. Όταν άρχισε η πολιορκία, ο Χασιώτης άρπαξε τον αδελφό του στον ώμο και διέφυγαν. Μετά από επτά ώρες καταδίωξη, κυκλώθηκαν μέσα σε χαράδρα με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να συνθηκολογήσουν με τον Άγο Βαστάρη, ο οποίος όμως αθετώντας τον λόγο του, τους έδεσε και τους οδήγησε θριαμβευτικά στα Γιάννενα.
Ο Αλή Πασάς δέχθηκε αρχικά με ευγένεια τον Κατσαντώνη τάζοντάς του ακόμα και πατρική στοργή αν δεχόταν να του φανερώσει που είχε κρυμμένους τους περιβόητους θησαυρούς που λέγονταν πως είχε από τις πολυάριθμες λαφυραγωγήσεις και ληστείες που είχε διαπράξει, και που από τις έρευνες του μουχουρντάρη δεν βρέθηκαν στο σπήλαιο. Ο Κατσαντώνης όμως δεν απαντούσε με συνέπεια να οδηγηθεί τελικά μαζί με τον αδελφό του Χασιώτη στον ιστορικό πλάτανο όπου και υπέστη τον μαρτυρικό θάνατο δια της συντριβής των οστών του[2]. Λέγεται ότι ο Αλή του έταξε αξιώματα και ότι θα μεριμνούσαν γιατροί του παλατιού του για την υγεία του αρκεί να προσκυνήσει, ωστόσο ο Κατσαντώνης αρνήθηκε. Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου του, περιφρονητικά ακούσθηκε να λέγει μέσα σε παραλήρημα που έμεινε ιστορικό: «έρμα γρόσια, έρμα γρόσια».
Η παράδοση θέλει τον Κατσαντώνη κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου του να τραγουδά περήφανα ώστε να μη δείχνει τον πόνο του αλλά να ξεψυχάει πρώτος, εφόσον ήταν και βαριά άρρωστος, ενώ μετά από λίγο πέθανε και ο αδερφός του. Σημειώνεται ότι τον σκληρό Τουρκαλβανό Άγο Βαστάρη εκδικήθηκε για την σύλληψη του Κατσαντώνη ο Σουλιώτης Μάρκος Μπότσαρης στη μάχη του Κεφαλόβρυσου Καρπενησίου (1823), κατά την οποία τον σκότωσε ο ίδιος.